Lookup cumulative lexical entry: ظلم
- ἀδικέω
- ἀδικέω (verb) Arist. An. post. μὴ ἀδικήσῃ = lā yaẓlima
- ἀδικέω (gerund) Arist. Mag. mor.
- ἀδικέω (verb) Arist. Rhet. rakaba l-ẓulma
- ἀδικέω (gerund) Arist. Rhet. τὸ ἀδικεῖν = al-ẓulmu
- ἀδικέω (verb) Arist. Rhet. ἀδικήματα ἀδικέω
- ἀδικέω (verb) Arist. Rhet.
- ἀδικέω (verb) Arist. Rhet.
- ἀδικέω (verb) Arist. Rhet.
- ἀδικέω (verb) Arist. Rhet.
- ἀδικέω (verb) Arist. Rhet.
- ἀδικέω (verb) Ps.-Plut. Placita ἠδίκουν = kāna yastaʿmilu l-ẓulma
- ἀδίκημα
- ἀδίκημα (noun) Arist. Rhet.
- ἀδίκημα (noun) Arist. Rhet.
- ἀδίκημα (noun) Arist. Rhet.
- ἀδίκημα (noun) Arist. Rhet.
- ἀδικία
- ἀδικία (noun) Arist. Rhet.
- ἀδικία (noun) Arist. Rhet.
- ἀδικία (noun) Artem. Onirocr.
- ἀδικία (noun) Artem. Onirocr.
- ἀδικία (noun) Artem. Onirocr.
- ἄδικος
- ἄδικος (adj.) Arist. Rhet.
- ἄδικος (adj.) Arist. Rhet. τὰ ἄδικα
- ἀμαυρός
- ἀμαυρός (adj.) Arist. Meteor. ἀχλυώδης καὶ ἀμαυρότερος
- ἀχλυώδης
- ἀχλυώδης (adj.) Arist. Meteor. ἀχλυώδης καὶ ἀμαυρότερος
- μεγαλάδικος
- μεγαλάδικος (adj.) Arist. Rhet. ẓalama fī l-kabīri
οὐ μικραδικητής, ἀλλὰ μεγαλάδικος
- μικραδικητής
- μικραδικητής (adj.) Arist. Rhet. ẓalama fī l-yasīri
οὐ μικραδικητής, ἀλλὰ μεγαλάδικος
- συκοφαντία
- συκοφαντία (noun) Ps.-Arist. Virt.
The database query could not be executed.