Lookup cumulative lexical entry: ظُلْم

  1. ἀδικέω
    • ἀδικέω (verb) Arist. An. post. μὴ ἀδικήσῃ = lā yaẓlima
    • ἀδικέω (gerund) Arist. Mag. mor.
    • ἀδικέω (verb) Arist. Rhet. rakaba l-ẓulma
    • ἀδικέω (gerund) Arist. Rhet. τὸ ἀδικεῖν = al-ẓulmu
    • ἀδικέω (verb) Arist. Rhet. ἀδικήματα ἀδικέω
    • ἀδικέω (verb) Arist. Rhet.
    • ἀδικέω (verb) Arist. Rhet.
    • ἀδικέω (verb) Arist. Rhet.
    • ἀδικέω (verb) Arist. Rhet.
    • ἀδικέω (verb) Arist. Rhet.
    • ἀδικέω (verb) Ps.-Plut. Placita ἠδίκουν = kāna yastaʿmilu l-ẓulma
  2. ἀδίκημα
    • ἀδίκημα (noun) Arist. Rhet.
    • ἀδίκημα (noun) Arist. Rhet.
    • ἀδίκημα (noun) Arist. Rhet.
    • ἀδίκημα (noun) Arist. Rhet.
  3. ἀδικία
    • ἀδικία (noun) Arist. Rhet.
    • ἀδικία (noun) Arist. Rhet.
    • ἀδικία (noun) Artem. Onirocr.
    • ἀδικία (noun) Artem. Onirocr.
    • ἀδικία (noun) Artem. Onirocr.
  4. ἄδικος
    • ἄδικος (adj.) Arist. Rhet.
    • ἄδικος (adj.) Arist. Rhet. τὰ ἄδικα
  5. ἀμαυρός
    • ἀμαυρός (adj.) Arist. Meteor. ἀχλυώδης καὶ ἀμαυρότερος
  6. ἀχλυώδης
    • ἀχλυώδης (adj.) Arist. Meteor. ἀχλυώδης καὶ ἀμαυρότερος
  7. μεγαλάδικος
    • μεγαλάδικος (adj.) Arist. Rhet. ẓalama fī l-kabīri
      οὐ μικραδικητής, ἀλλὰ μεγαλάδικος
  8. μικραδικητής
    • μικραδικητής (adj.) Arist. Rhet. ẓalama fī l-yasīri
      οὐ μικραδικητής, ἀλλὰ μεγαλάδικος
  9. συκοφαντία
    • συκοφαντία (noun) Ps.-Arist. Virt.
The database query could not be executed.