Lookup cumulative lexical entry: عارضٌ

  1. ἀπόσυρμα
    • ἀπόσυρμα (noun) Diosc. Mat. med. al-qurūḥu l-ʿāriḍatu li-l-šuyūḫi
  2. ἀποτέλεσμα
    • ἀποτέλεσμα (noun) Artem. Onirocr.
  3. ἐνήλατον
    • ἐνήλατον (noun) Artem. Onirocr. wa-ʿawariḍuhum
  4. ἐντός
    • ἐντός (adv.) Diosc. Mat. med. ἡ ἐντὸς φλεγμονή = al-awrāmu... l-ḥārratu l-ʿāriḍatu fī l-ǧawfi
  5. πάθημα
    • πάθημα (noun) Arist. Phys.
      ὁ κύβος γε ἔχει τοσοῦτον μέγεθος, ὅσον κατέχει κενόν· ὃ ... οὐδὲν ἧττον ἕτερον τὸ εἶναι πάντων τῶν παθημάτων ἐστί Arist. Phys. IV 8, 216b5 = wa-lākinna l-mukaʿʿaba ayḍan lahū mina l-miqdāri bi-qadri l-ḫalāʾi llaḏī yašġaluhū, wa-hāḏā ... fa-inna anniyyatahū ʿalā ḥāli siwā ʿawāriḍihī kullihā 378.16
    • παθημα Them. In De an.
  6. πάθος
    • πάθος (noun) Alex. An. mant. [Vis.]
    • πάθος (noun) Arist. Cat. τῶν τοιούτων τι παθῶν = baʿḍu hāḏihī l-infiʿālāti min ʿawāriḍa mā
      εἴ τις φύσει τῶν τοιούτων τι παθῶν πέπονθεν Arist. Cat. 9b15 BN 170b1
    • πάθος (noun) Arist. Phys.
    • πάθος (noun) Arist. Phys.
  7. πάσχω
    • πάσχω (verb) Artem. Onirocr. al-ʿāriḍu...yaʿriḍu
  8. περί
    • περί (prep.) Diosc. Mat. med. al-ʿāriḍatu fī
  9. συμβαίνω
    • συμβαίνω (act. part.) Alex. qu. I 11a [Univ.] συμβεβηκός = ʿaraḍan ʿāriḍun fī
    • συμβαίνω (act. part.) Alex. qu. I 11a [Univ.] συμβεβηκός = ʿāriḍun yaʿriḍu li
    • συμβαίνω (act. part.) Alex. qu. I 11a [Univ.] τοῦ συμβεβηκότος
    • συμβαίνω (verb) Arist. Metaph. συμβεβηκός
  10. σύμπτωμα
    • σύμπτωμα (noun) Alex. qu. I 11a [Univ.]
      τὸ ζῷον τὸ καθόλου ... ἔστιν σύμπτωμα ἐπί τινι γινόμενον πράγματι Alex. qu. I 11a [Univ.] 22.4 = الحيوان الكلّي ... عارض وتابع لمعنى ما versio A 266.28
    • σύμπτωμα (noun) Arist. Cat.
    • σύμπτωμα (noun) Arist. Cat.
  11. χιμέτλη
    • χιμέτλη (noun) Diosc. Mat. med. al-šuqāqu l-ʿāriḍu mina l-bardi
    • χιμέτλη (noun) Diosc. Mat. med. al-šuqāqu l-ʿāriḍu mina l-bardi
The database query could not be executed.