Lookup cumulative lexical entry: عامل

  1. ἐργάνη
    • ἐργάνη (noun) Artem. Onirocr.
  2. ἐργάτης
    • ἐργάτης (noun) Artem. Onirocr.
  3. εὔνους
    • εὔνους (adj.) Artem. Onirocr. ʿāmilun muwāfiqun
  4. πρακτικός
    • πρακτικός (adj.) Ps.-Plut. Placita πρακτικός c. Gen. = ʿāmilun bi-
The database query could not be executed.