Lookup cumulative lexical entry: عذب

  1. ἀγαθός
    • ἀγαθός (adj.) Hippocr. Aer.
  2. βασανίζω
    • βασανίζω (verb) Artem. Onirocr. wa-yuʿaḏḏabu
  3. γλυκαίνω
    • γλυκαίνω (verb) Hippocr. Aer.
  4. γλυκύς
    • γλυκύς (adj.) Arist. Gener. anim.
    • γλυκύς (adj.) Arist. Gener. anim. τὸ γλυκύ = al-ʿaḏb
    • γλυκύς (adj.) Hippocr. Aer. al-ʿaḏbu l-ḥulwu
    • γλυκύς (adj.) Hippocr. Aer. ʿaḏbatun ḥulwatun
    • γλυκύς (adj.) Hippocr. Aer.
    • γλυκύς (adj.) Hippocr. Aer.
    • γλυκύς (adj.) Hippocr. Aer. γλυκύτατα
    • γλυκύς (adj.) Hippocr. Aer. γλυκύτατα
    • γλυκύς (adj.) Hippocr. Aer. ḥulwatan ʿaḏbatan
    • γλυκύς (adj.) Rufus Ict.
  5. ηδυς
    • ηδυς Them. In De an.
  6. καλός
    • καλός (adj.) Hippocr. Aer. κάλλιστος = ʿaḏba mariʾa
  7. κολάζω
    • κολάζω (gerund) Arist. Eth. Nic. κολάζεσθαι
      λύπῃ κολάζεσθαι ὥσπερ ὑποζύγιον Arist. Eth. Nic. X 9, 1180a12 = an yuʿaḏḏaba bi-l-ḥuzni ka-l-dābbati 573.15
  8. πότιμος
    • πότιμος (adj.) Arist. Gener. anim. τὸ πότιμον = al-māʾu al-ʿaḏbu
    • πότιμος (adj.) Arist. Meteor.
The database query could not be executed.