Lookup cumulative lexical entry: عرّف
- ἀγνοέω
- ἀγνοέω (verb) Artem. Onirocr. lā taʿrifu
- ἀγνοέω (verb) Artem. Onirocr. lā yaʿrifuhunna
- ἀγνοέω (verb) Artem. Onirocr. lā yaʿrifuhu
- ἀγνώς
- ἀγνώς (adj.) Arist. Rhet. sem. etym.; lā yaʿrifu
- ἀγνώς (adj.) Artem. Onirocr. lā yaʿrifuhu
- ἀγνώς (adj.) Artem. Onirocr. lā yaʿrifuhu
- ἄδηλος
- ἄδηλος (adj.) Hippocr. Genit.; Nat. puer. lā yaʿrifu
- ἀκούω
- ἀκούω (verb) Arist. Rhet. amplif.; samiʿa wa-ʿurifa
- ἀναλογίζομαι
- ἀναλογίζομαι (verb) Arist. Cael.
- ἀποκρύπτω
- ἀποκρύπτω (verb) Artem. Onirocr. ἀποκρύπτομαι = lā yuʿrafu
- αὐτόματος
- αὐτόματος (adj.) Hippocr. Aphor. lā yuʿrafu lahū sababun
κόποι αὐτόματοι φράζουσι νούσους Hippocr. Aphor. II 5 = al-aʿyāʾu lā yuʿrafu lahū sababun yunḏiru bi-maraḍin 10.11 - βασανίζω
- βασανίζω (verb) Arist. Gener. anim. wa huwa yuǧarribu wa yaʿrifu
- γιγνώσκω
- γιγνώσκω (gerund) Arist. Phys.
οἰόμεθα γιγνώσκειν ἕκαστον Arist. Phys. I 1, 184a12 = naʿtaqidu fī kulli wāḥidin mina l-umūri annā qad ʿarafnāhu 1.10 - γιγνώσκω (verb) Galen An. virt.
- γιγνώσκω (verb) Galen An. virt.
- γιγνώσκω (act. part.) Galen In De off. med. γιγνώσκοντες = yafhamū...wa...yaʿrafū
- γιγνώσκω (verb) Galen Med. phil. χάριν τοῦ γνῶναι = ḥattā ʿarafa
- γιγνώσκω (verb) Galen Med. phil.
- γιγνώσκω (verb) Hippocr. Aer.
- γιγνώσκω (verb) Hippocr. Diaet. acut. γινώσκω
- γιγνώσκω (act. part.) Hippocr. Diaet. acut. γνούς
- γιγνώσκω (pass. part.) Hippocr. Off. med. γιγνωσκομένων
- γιγνώσκω (verb) Hippocr. Off. med.
- γιγνώσκω (verb) Hippocr. Superf.
- γιγνώσκω (verb) Hyps. Anaph.
- γιγνωσκω Them. In De an.
- γνωρίζω
- γνωρίζω (verb) Arist. Phys.
- γνωρίζω (gerund) Arist. Phys. τὸ γνωρίζειν
καὶ τῆς φυσικῆς ἂν εἴη τὸ γνωρίζειν ἀμφοτέρας τὰς φύσεις Arist. Phys. II 2, 194a26 = fa-min ḥaqqi l-ʿilmi l-ṭabīʿiyyi ayḍan an yaʿrifa l-ṭabīʿiyyatayni ǧamīʿan - γνωρίζω (verb) Arist. Phys.
ὅταν τὰ αἴτια γνωρίσωμεν τὰ πρῶτα καὶ τὰς ἀρχὰς τὰς πρώτας Arist. Phys. I 1, 184a13 = matā ʿarafnā asbābahū wa-mabādiʾahu l-ūlā 1.10 - γνωρίζω (gerund) Galen In De off. med. γνωρίζεσθαι
- γνώριμος
- γνώριμος (adj.) Artem. Onirocr. yaʿrifuhu
- γνώριμος (adj.) Artem. Onirocr. yaʿrifuhu
- γνώριμος (adj.) Artem. Onirocr. yaʿrifuhā
- δῆλος
- δῆλος (adj.) Arist. An. post. δηλοῖ
- δῆλος (adj.) Arist. An. post. yadullu wa-yuʿarrifu
- διαγιγνώσκω
- διαγιγνώσκω (verb) Artem. Onirocr.
- διαγιγνώσκω (verb) Hippocr. Aer.
- διαγνωστικός
- διαγνωστικός (adj.) Nicom. Arithm. μέθοδον διαγνωστικὴν = ṭarīqun...naʿrifu bihi
- διεκπεράω
- διεκπεράω (verb) Artem. Onirocr. ʿarafahā wa-ḫabarahā
- εἴδω
- εἴδω (verb) Galen Med. phil.
- εἰμί
- εἰμί (verb) Artem. Onirocr.
- ἐλέγχω
- ἐλέγχω (verb) Artem. Onirocr. ἐλέγχομαι
- ἐλλόγιμος
- ἐλλόγιμος (adj.) Artem. Onirocr.
- ἐξευρίσκω
- ἐξευρίσκω (verb) Galen Med. phil.
- ἐπίσταμαι
- ἐπίσταμαι (verb) Artem. Onirocr.
- ἐπίσταμαι (verb) Galen An. virt.
ὑπὸ τῆς τοῦ σώματος ὑγρότητος εἰς λήθην ἔρχεσθαι τὴν ψυχὴν ὧν πρότερον ἠπίστατο πρὶν ἐνδεθῆναι τῷ σώματι Galen An. virt. 42.11 = anna l-nafsa taʾūlu min ruṭūbati l-badani ilā nisyāni mā kānat taʿrifuhū qabla an tartabiṭa bi-l-badani 17.9 - εὑρίσκω
- εὑρίσκω (verb) Artem. Onirocr.
- ἐφίστημι
- ἐφίστημι (gerund) Galen In De off. med. ἐπίστασθαι
- ἔχω
- ἔχω (verb) Artem. Onirocr.
- θεωρέω
- θεωρέω (verb) Arist. Cael. faḥaṣa wa-ʿarafa
- θεωρέω (gerund) Arist. Gener. anim.
- θεωρέω (gerund) Arist. Gener. anim.
- θεωρέω (gerund) Arist. Gener. anim.
- θεωρητικός
- θεωρητικός (adj.) Alex. qu. III 3 [Sens.]
- καλέω
- καλέω (verb) Aelian. Tact.
- καλέω (pass. part.) Arist. Phys.
ὁ καλούμενος Ἀχιλλεύς Arist. Phys. VI 9, 239b14 = allatī taʿrafu bi-Aḫillūsa - καλέω (pass. part.) Hippocr. Nat. hom. καλεόμενος
- κατάγνωσις
- κατάγνωσις (noun) Artem. Onirocr. tuʿrafa isāʾatuhu
- κρίνω
- κρίνω (verb) Artem. Onirocr. wa-l-ḥukmu fī taʿbīrin...tuʿarrifahu
- κρίνω (verb) Hippocr. Progn. imtaḥana ḥattā yaʿrifa
- λοφία
- λοφία (noun) Arist. Hist. anim.
- μανθάνω
- μανθάνω (verb) Artem. Onirocr.
- μανθάνω (verb) Plot.
ἱστορίαν ὧν ἐνταῦθα εἶδέ τε καὶ ἔπαθε προσλαβούσῃ καὶ μαθούσῃ Plot. Enn. IV 8, 7.13 = فتكون قد عرفت الفضائل العالية الشريفة معرفة صحيحة وفضل ذلك العالم على هذا العال 88.15 - νοέω
- νοέω (verb) Arist. Cael. ʿalima wa-ʿarafa
- ξενικός
- ξενικός (adj.) Artem. Onirocr. wa-llatī lā tuʿrafu
- οἶδα
- οἶδα (verb) Artem. Onirocr.
- οἶδα (verb) Artem. Onirocr.
- οἶδα (verb) Artem. Onirocr.
- οἶδα (verb) Hippocr. Diaet. acut.
- ὁράω
- ὁράω (gerund) Arist. Gener. anim.
- ὁράω (verb) Galen An. virt. fahima wa-ʿarafa
- ὁράω (verb) Nicom. Arithm. yurā wa-yuʿrafu
- παρέχω
- παρέχω (verb) Artem. Onirocr. ʿurifa...mā yadullu ʿalayhi
- προγιγνώσκω
- προγιγνώσκω (act. part.) Hippocr. Progn. προγινώσκων = taqaddama wa-ʿarifa
- προδηλόω
- προδηλόω (act. part.) Nicom. Arithm. προδηλοῦσα = yaʿrifu bihi
- προσδηλόω
- προσδηλόω (verb) Arist. An. post. οὔτε γὰρ...προσδηλοῦσιν οἱ ὅροι = laysa yuʿarrifu l-ḥudūdi
- προσδηλόω (verb) Arist. An. post. προσδηλοῦσιν
- σπουδάζω
- σπουδάζω (verb) Galen Med. phil.
- συνοράω
- συνοράω (verb) Arist. Gener. anim. συνίδοι
- συντεκμαίρομαι
- συντεκμαίρομαι (gerund) Hippocr. Superf. ξυντεκμαίρεσθαι
- τηρέω
- τηρέω (verb) Artem. Onirocr. ʿaraftuhā
- τηρέω (verb) Artem. Onirocr. imtaḥannāhā wa-ʿaraftuhā
- φαίνω
- φαίνω (verb) Artem. Onirocr. φαίνομαι = tuʿrafu
- φαίνω (verb) Artem. Onirocr. φαίνομαι = yaẓharu...aw yuʿrafu
- φανερός
- φανερός (adj.) Artem. Onirocr.
- χαίτη
- χαίτη (noun) Arist. Hist. anim.