Lookup cumulative lexical entry: عطلة

  1. ἀπραγέω
    • ἀπραγέω (verb) Artem. Onirocr.
  2. ἀπραγία
    • ἀπραγία (noun) Artem. Onirocr.
  3. ἀπραξία
    • ἀπραξία (noun) Artem. Onirocr.
    • ἀπραξία (noun) Artem. Onirocr.
    • ἀπραξία (noun) Artem. Onirocr. al-ʿuṭlatu ʿan al-aʿmāli
  4. ἀργία
    • ἀργία Them. In De an.
  5. σχολή
    • σχολή (noun) Artem. Onirocr.
    • σχολή (noun) Artem. Onirocr.
    • σχολή (noun) Artem. Onirocr.
The database query could not be executed.