Lookup cumulative lexical entry: عطلة
- ἀπραγέω
- ἀπραγέω (verb) Artem. Onirocr.
- ἀπραγία
- ἀπραγία (noun) Artem. Onirocr.
- ἀπραξία
- ἀπραξία (noun) Artem. Onirocr.
- ἀπραξία (noun) Artem. Onirocr.
- ἀπραξία (noun) Artem. Onirocr. al-ʿuṭlatu ʿan al-aʿmāli
- ἀργία
- ἀργία Them. In De an.
- σχολή
- σχολή (noun) Artem. Onirocr.
- σχολή (noun) Artem. Onirocr.
- σχολή (noun) Artem. Onirocr.