Lookup cumulative lexical entry: عمود

  1. ἐφίστημι
    • ἐφίστημι (act. part.) Eucl. El. ἡ εφεστηκυῖα εὐθεῖα
  2. κάθετος
    • κάθετος (adj.) Eucl. El. κάθετον = yakūnu ʿamūdan
    • κάθετος (adj.) Eucl. El.
  3. κάθτος
    • κάθτος (noun) Eucl. El. yakūnu ʿamūdan
  4. ὀρθός
    • ὀρθός (adj.) Eucl. El. ὀρθάς
    • ὀρθός (adj.) Eucl. El. πρὸς ὀρθὰς ἡ AD
  5. ῥάβδος
    • ῥάβδος (noun) Arist. Meteor.
The database query could not be executed.