Lookup cumulative lexical entry: عناء
- δουλεία
- δουλεία (noun) Artem. Onirocr. wa-ʿanāʾun
- ἐργώδης
- ἐργώδης (adj. comp.) Arist. Eth. Nic. ἐργωδέστερον ... ἐστὶ = an yakūna ʿanāʾan ḫāriǧan
- φιλοπονέομαι
- φιλοπονέομαι (verb) Arist. Rhet. φιλοπονεῖσθαι περί αὐτῶν = raġbatunā fī l-taʿabi wa-l-ʿanāʾi