Lookup cumulative lexical entry: عَلَمٌ

  1. ἀγνοέω
    • ἀγνοέω (gerund) Arist. An. post. ἀγνοεῖν = yaʿlamuhu
    • ἀγνοέω (verb) Hippocr. Superf. ʿalima c. neg.
    • ἀγνοέω (gerund) Ps.-Plut. Placita ἀγνοεῖν = min ġayra an naʿlama
  2. ἄγνοια
    • ἄγνοια (noun) Arist. An. post. min lā ʿilmi
  3. ἀκαταμαθητός
    • ἀκαταμαθητός (adj.) Hippocr. Diaet. acut. lā ʿilma... bihā
  4. ἀμαθία
    • ἀμαθία (noun) Ps.-Arist. Virt. faqdu l-ʿilmi
  5. ανεπιστημοσυνη
    • ανεπιστημοσυνη Them. In De an.
    • ανεπιστημοσυνη Them. In De an.
  6. ἀνεπιστήμων
    • ἀνεπιστήμων (adj.) Arist. Eth. Nic. οἱ ἀνεπιστήμονες = alladīna lā yaʿlamūna
      ταῦτα δὲ τοῖς μὲν ἐμπείροις ὠφέλιμα εἶναι δοκεῖ, τοῖς δ' ἀνεπιστήμοσιν ἀχρεῖα Arist. Eth. Nic. X 9, 1181b6 = ammā li-ḏawī l-taǧribati fa-nāfiʿatun wa-ammā lladīna lā yaʿlamūna fa-laysa yaḥtaǧūna ilayhā 581.6
  7. ἄπειρος
    • ἄπειρος (adj.) Hippocr. Aer. lā kāna ʿindahu minhā ʿilm
  8. ἀπογιγνώσκω
    • ἀπογιγνώσκω (gerund) Hippocr. Progn. ἀπογινώσκειν = yataqaddamu fa-yaʿlamu
  9. ἀποδεικτικός
    • ἀποδεικτικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ ἀποδεικτική = ʿilmun min ʿulūmi l-burhāni
  10. ἀποδίδωμι
    • ἀποδίδωμι (verb) Nicom. Arithm. ʿalimat min ḏālika
  11. ἄπορος
    • ἄπορος (adj.) Arist. Eth. Nic. ἄπορον c. inf. = lā yuʿlamu
  12. ἀποφαίνω
    • ἀποφαίνω (verb) Nicom. Arithm. naʿlama min ḏālika an
  13. ἀρετή
    • ἀρετή (noun) Ps.-Plut. Placita al-ʿilmu l-fāḍilu
  14. ἀριθμητικός
    • ἀριθμητικός (adj.) Nicom. Arithm. ἀριθμητικῆς εἰσαγωγῆς = kitābu l-madḫali ilā ʿilmi l-ʿadadi
    • ἀριθμητικός (adj.) Nicom. Arithm. τῇ ἀριθμητικῇ εἰσαγωγῇ = fī madḫali ilā ʿilmi l-ʿadadi
    • ἀριθμητικός (adj.) Nicom. Arithm. ʿilmu l-ʿadadi
    • ἀριθμητικός (adj.) Nicom. Arithm. τὴν ἀριθμητικὴν εἰσαγωγὴν = al-madḫalu ilā ʿilmi l-adadi
    • ἀριθμητικός (adj.) Nicom. Arithm. τῇ ἀριθμητικῇ εἰσαγωγῇ = madḫalun ilā ʿilmi l-ʿadadi
  15. ἀστρολογία
    • ἀστρολογία (noun) Arist. Metaph. ʿilmu l-nuǧūmi
    • ἀστρολογία (noun) Arist. Metaph. ʿilmu l-nuǧūmi
  16. ἀστρονομία
    • ἀστρονομία (noun) Hippocr. Aer. ἀστρονομίη = ʿilmu l-nuǧūmi
    • ἀστρονομία (noun) Nicom. Arithm. ʿilmu..l-nuǧūmi
    • αστρονομια Them. In De an.
  17. βούλομαι
    • βούλομαι (verb) Galen Med. phil. βουλόμενος
  18. γεωμετρία
    • γεωμετρία (noun) Arist. Metaph. ʿilmu l-misāḥati
    • γεωμετρία (noun) Nicom. Arithm. ʿilmu l-handasati
    • γεωμετρία (noun) Nicom. Arithm. ʿilmu l-handasati
    • γεωμετρία (noun) Nicom. Arithm. ṣāḥibu ʿilmi l-handasati
  19. γεωμετρικός
    • γεωμετρικός (adj.) Arist. Gener. anim. ʿilmu l-misāḥati
    • γεωμετρικός (adj.) Nicom. Arithm. ἐν τῇ γεωμετρικῇ εἰσαγωγῇ = kitābu l-madḫali ilā ʿilmil-ḫandasati
    • γεωμετρικός (adj.) Nicom. Arithm. ʿilmu l-handasati
  20. γεωργία
    • γεωργία (noun) Nicom. Arithm. πρὸς γεωργίας = fī ʿilmi l-falāḥati
  21. γίγνομαι
    • γίγνομαι (verb) Nicom. Arithm. δῆλον γίνεται ἐκ = qad naʿlimu min
    • γίγνομαι (verb) Nicom. Arithm. δῆλον γίνεται = naʿlamu
  22. γιγνώσκω
    • γιγνώσκω (gerund) Arist. An. post. γνώριμος...γνῶναι = in kunnā naʿlamu...fa-anna naʿlama
    • γιγνώσκω (gerund) Arist. Eth. Nic. γνῶναι
      οὐκ ἔστιν ἐν τοῖς πρακτοῖς τέλος τὸ θεωρῆσαι ἕκαστα καὶ γνῶναι Arist. Eth. Nic. X 9, 1179b1 = laysa fī-mā yufʿalu tamāmun an yustaʿmala l-raʿyu fī kullihā wa-an yaʿlama 571.2
    • γιγνώσκω (gerundive) Arist. Eth. Nic. γνωριστέον
      κἀκεῖνο γνωριστέον Arist. Eth. Nic. X 9, 1180b22 = li-yaʿlama ḏālika 577.10
    • γιγνώσκω (gerund) Arist. Gener. anim. τοῦ γνῶναι χάριν = li-ḥāli l-ʿilmi wa-l-maʿrifati
    • γιγνώσκω (verb) Arist. Metaph.
    • γιγνώσκω (verb) Artem. Onirocr.
    • γιγνώσκω (verb) Galen An. virt.
    • γιγνώσκω (verb) Galen An. virt.
      γιγνώσκω δ’ … ὡς ἡ μὲν τοῦ αἵματος κένωσις καὶ ἡ τοῦ κωνείου πόσις καταψύχουσι τὸ σῶμα Galen An. virt. 39.6 = wa-lākinnī li-annī aʿlamu … anna ifrāġa l-dami wa-šurba qūniyūn bi-akṯara mina l-miqdāri yubarridāni l-badana 14.23
    • γιγνώσκω (gerund) Galen In De off. med. γιγνώσκειν
    • γιγνώσκω (gerund) Galen In De off. med. γνῶναι
    • γιγνώσκω (gerund) Galen In De off. med. γιγνώσκειν
    • γιγνώσκω (verb) Hippocr. Diaet. acut. γινώσκω
    • γιγνώσκω (verb) Hippocr. Diaet. acut. γινώσκω
    • γιγνώσκω (verb) Hippocr. Diaet. acut. γινώσκω
    • γιγνώσκω (gerund) Hippocr. Diaet. acut. γνῶναι
    • γιγνώσκω (verb) Hippocr. Nat. hom. γινώσκω
    • γιγνώσκω (verb) Hippocr. Nat. hom.
    • γιγνώσκω (gerund) Hippocr. Nat. hom. γινώσκειν
    • γιγνώσκω (verb) Hippocr. Superf.
    • γιγνώσκω (verb) Hyps. Anaph.
    • γιγνώσκω (gerund) Porph. Isag. τὸ γνῶναι
    • γιγνώσκω (verb) Proclus El. theol.
      εἰ δὲ τὸ ὑπὲρ αὐτόν, ... ἑαυτὸν ἅμα ... γνώσεται Proclus El. theol. 167: 146.1-2 = in ʿalima mā fawqahū ʿalima ḏātahū ayḍan 167.12
    • γιγνώσκω (act. part.) Proclus El. theol.
      τὸ πρὸ αὐτοῦ γινώσκων Proclus El. theol. 167: 146.12 = iḏā ʿalima mā fawqahū 146.3
    • γιγνώσκω (act. part.) Proclus El. theol. τὸ πρὸ αὐτοῦ γινώσκων = yaʿlamu mā fawqahū
      πάντως ἄρα τὸ πρὸ αὐτοῦ γινώσκων γνώσεται καὶ ἑαυτόν Proclus El. theol. 167: 146.8 = kāna llaḏī yaʿlamu mā fawqahū ʿāliman bi-ḏātihī ayḍan 167.16
    • γιγνώσκω (verb) Proclus El. theol.
      ὃ δὲ ὑφίστησι καὶ ὧν αἴτιον τὸ πρὸ αὐτοῦ γινώσκων, καὶ ἑαυτὸν ἐκεῖθεν ὑποστάντα γνώσεται. Proclus El. theol. 167: 146.6 = fa-man ʿalima ʿillata l-ašyāʾi l-maʿlūlati … ʿalima ayḍan annahū innamā kāna minhā 167.14
  23. γνώμων
    • γνώμων (noun) Arist. Cat.
    • γνώμων (noun) Arist. Phys.
      περιτιθεμένων γὰρ τῶν γνωμόνων Arist. Phys. III 4, 203a14 = anna l-aʿlāma iḏā aṭāfat
  24. γνωρίζω
    • γνωρίζω (gerund) Arist. An. post. γνωρίζειν ποιεῖ = an yakūna yuksibu ʿilman
    • γνωρίζω (verb) Arist. Metaph.
  25. γνώριμος
    • γνώριμος (adj.) Arist. An. post. γνώριμος...γνῶναι = in kunnā naʿlamu...fa-anna naʿlama
    • γνώριμος (adj.) Arist. An. post. γνώριμον = yuʿlamu
  26. γνῶσις
    • γνῶσις (noun) Arist. Cael. γνῶσις ἤ φρόνησις = ʿilmun aw maʿrifatun
    • γνῶσις (noun) Arist. Gener. anim.
    • γνῶσις (noun) Arist. Gener. anim.
  27. γραμματικός
    • γραμματικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ γραμματική = ʿilmu l-ṣawti
  28. δῆλος
    • δῆλος (adj.) Galen An. virt. δῆλον = bāna wa-ʿulima
    • δῆλος (adj.) Galen An. virt. δῆλον = bāna wa-ʿulima
    • δῆλος (adj.) Nicom. Arithm. δῆλον γίνεται = naʿlamu
    • δῆλος (adj.) Nicom. Arithm. δῆλον γίνεται ἐκ = qad naʿlimu min
  29. δηλόω
    • δηλόω (verb) Arist. An. post. ἐπεὶ δὲ δεδήλωται = fa-in kāna qad ʿalima
  30. διαγινωσκω
    • διαγινωσκω Them. In De an.
  31. διάγνωσις
    • διάγνωσις (noun) Nicom. Arithm. ʿilmun minhu
  32. διαλεκτικός
    • διαλεκτικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ διαλεκτική = ʿilmu l-manṭiqi
  33. διαπορέω
    • διαπορέω (verb) Artem. Onirocr. arāda...an yaʿlima kayfa...
  34. διαρθρόω
    • διαρθρόω (verb) Nicom. Arithm.
  35. διδασκαλία
    • διδασκαλία (noun) Nicom. Arithm. al-ḥālu...yaʿlamu
  36. διδασκαλικός
    • διδασκαλικός (adj.) Galen An. virt.
  37. διδάσκω
    • διδάσκω (verb) Arist. Eth. Nic.
      ὅτε γὰρ διδάξειεν (sc. ὁ Πρωταγόρας) ἁδήποτε, τιμῆσαι τὸν μαθόντα ἐκέλευεν ὅσου δοκεῖ ἄξια ἐπίστασθαι Arist. Eth. Nic. IX 1, 1164a25 = fa-innahū (sc. Furūṭāġūrasa) kāna iḏā ʿallama šayʾan mā kāna yaʾmuru l-mutaʿallima an yukrima ʿalā qadri mā yarā annahū yastaʾhilu mā taʿallama 483.6
    • διδάσκω (verb) Arist. Eth. Nic.
      ἐπαγγέλλονται μὲν διδάσκειν οἱ σοφισταί Arist. Eth. Nic. X 9, 1180b35 = fa-inna l-muḥakkimīna yuʿaddūna an yuʿallimūhā 579.2
    • διδάσκω (verb) Arist. Phys.
      ὥστε διδάσκοι ἂν καὶ μανθάνοι ἅμα καὶ ὑγιάζοι καὶ ὑγιάζοιτο τὴν αὐτὴν ὑγίειαν Arist. Phys. VIII 5, 257b4 = fa-yakūnu iḏan yuʿallimu wa-yataʿallamu maʿan wa-yubriʾu wa-yabraʾa burʾan wāḥidan bi-ʿaynihī
    • διδάσκω (verb) Arist. Phys.
      εἴ τι διδάσκει ... τοῦτο διδάσκεσθαι Arist. Phys. VIII 5, 257a1 = man ʿallama ... fa-huwa mutaʿallimu
    • διδάσκω (act. part.) Arist. Phys.
      ὥστε τὸν διδάσκοντα ἀνάγκη ἔσται πάντα μανθάνειν Arist. Phys. III 3, 202b4 = fa-yakūnu l-muʿallimu wāǧiban ḍarūratan an yakūna mutaʿalliman kulli šayʾin
    • διδάσκω (verb) Artem. Onirocr. διδάσκομαι = yaʿlamūnahu
    • διδάσκω (verb) Galen An. virt.
      τῶν ... διδασκάλων οὐδεὶς οὐδεμίαν αἰτίαν ἐδίδαξέ με Galen An. virt. 38.15 = lam yuʿallimnī aḥadun mina l-muʿallimīna ... al-sababa 14.11
    • διδάσκω (verb) Galen An. virt.
      καὶ τοὺς ἀνέμους αὐτοὺς διδάξω καὶ τὰς τοῦ περιέχοντος κράσεις ἔτι τε τὰς χώρας, ὁποίας μὲν αἱρεῖσθαι προσήκει, ὁποίας δὲ φεύγειν Galen An. virt. 67.14 = uʿallimuhum ... mā llaḏī yanbaġī an yaḫtārūhu mina l-riyāḥi wa-amzāǧi l-hawāʾi wa-l-buldāni wa-min ayyihā yanbaġī an yahrubū 35.5
    • διδάσκω (verb) Galen An. virt.
    • διδάσκω (verb) Galen An. virt.
      διδάξω καθ᾿ ἕτερον καιρόν Galen An. virt. 71.15 = ʿallamtukum ayḍan fī waqtin āḫara 37.17
    • διδάσκω (verb) Galen An. virt.
    • διδάσκω (pass. part.) Galen In De off. med. διδασκομένων = yuḫabbiranā wa-yuʿallimanāhu
    • διδάσκω (act. part.) Galen In De off. med. διδάσκων
    • διδάσκω (verb) Galen In De off. med.
    • διδάσκω (verb) Galen In De off. med.
    • διδάσκω (verb) Galen In De off. med.
    • διδάσκω (verb) Galen In De off. med.
    • διδάσκω (verb) Galen In De off. med.
    • διδάσκω (verb) Galen In De off. med.
    • διδάσκω (verb) Galen Med. phil. τὰ ἐκ λόγου διδαχθέντα = mā ʿilmuhu mina l-qiyāsi
    • διδασκω Them. In De an.
  38. διέξοδος
    • διέξοδος (noun) Ps.-Plut. Placita
  39. διορθόω
    • διορθόω (verb) Ptol. Hypoth. ṣaḥḥaḥnāhā wa-ʿallamnā bihā
  40. δοκέω
    • δοκέω (verb) Hippocr. Superf.
    • δοκέω (verb) Hippocr. Superf.
    • δοκέω (verb) Hippocr. Superf.
  41. δόξα
    • δόξα (noun) Arist. Phys.
      ἡ κοινή περὶ αὐτῶν δόξα Arist. Phys. IV 6, 213a21 = al-ʿulūmu l-mutaʿarafatu fīhā
  42. εἴδω
    • εἴδω (verb) Arist. An. post. καὶ τότε οἰόμεθα εἰδέναι = wa-ḥīnaʾiḏin naẓunnu wa-narā annā qad ʿalimnā
    • εἴδω (verb) Arist. Phys.
    • εἴδω (verb) Galen An. virt. οἶδα
    • εἴδω (verb) Galen An. virt. οἶδα
    • εἴδω (verb) Galen An. virt. ἴσμεν = naʿlamu ʿilman
    • εἴδω (verb) Galen An. virt. ἴσμεν = naʿlamu ʿilman
    • εἴδω (verb) Hippocr. Aer.
    • εἴδω (act. part.) Hippocr. Aer. εἰδώς
    • εἴδω (verb) Hippocr. Aphor. χρὴ εἰδέναι = fa-ʿalima an …
    • εἴδω (act. part.) Proclus El. theol. ἑαυτὸν εἰδώς = yaʿlamu ḏātahū
    • εἴδω (verb) Ps.-Plut. Placita
    • εἴδω (verb) Ps.-Plut. Placita εἰ ... οἶσθα, ἴσθ' ὅτι ... = in kunta taʿqilu … fa-yanbaġī an taʿlama
  43. ἐκεῖνος
    • ἐκεῖνος (pronoun) Nicom. Arithm. συνεπιφέρεται ἐκείνῃ = ḏālika l-ʿilmu yaǧibu bi-wuǧūbin hāḏā l-ʿilm
  44. ἐκμανθάνω
    • ἐκμανθάνω (verb) Galen Med. phil.
  45. ἐννοέω
    • ἐννοέω (gerund) Arist. Gener. anim.
    • ἐννοέω (verb) Artem. Onirocr.
    • ἐννοέω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. ἐννοήσῃ
  46. ἔννοια
    • ἔννοια (noun) Eucl. El. ἔννοιαι
    • ἔννοια (noun) Eucl. El. ἔννοιαι = al-ʿulūmu wa-l-qaḍāyā
    • ἔννοια (noun) Eucl. El. al-ʿulūmu wa-l-qaḍāyā
    • εννοια Them. In De an.
  47. ἐπίγνωσις
    • ἐπίγνωσις (noun) Nicom. Arithm. αὕτη ἡ ἐπίγνωσις = al-ʿilmu bi-mā qulnā
    • ἐπίγνωσις (noun) Nicom. Arithm. αὕτη ἡ ἐπίγνωσις = al-ʿilmu bi-mā qulnā
  48. ἐπικρίνω
    • ἐπικρίνω (verb) Artem. Onirocr. taqḍīya...wa-taʿlama
  49. ἐπίσταμαι
    • ἐπίσταμαι (gerund) Arist. An. post. ἐπίστασθαι = yaʿlamuhu
    • ἐπίσταμαι (gerund) Arist. An. post. ἐπίστασθαι οἰόμεθα ὅταν εἰδῶμεν = naẓunnu annā qad ʿalimnā matā ʿalimnā
    • ἐπίσταμαι (verb) Arist. Eth. Nic.
    • ἐπίσταμαι (verb) Arist. Metaph.
    • ἐπίσταμαι (verb) Arist. Metaph. τὸ ἐπίστασθαι
      ἔτι τὸ ἐπίστασθαι ἀναιροῦσιν οἱ οὕτως λέγοντες α 2, 994b20 = wa-ayḍan fa-inna man qāla bi-hāḏā l-qawli abṭala l-ʿilma / wa-ayḍan inna l-qāʾilīna bi-miṯli hāḏhā l-qawli yubṭilūna l-ʿilma 36.2 / 36v2
    • ἐπίσταμαι (verb) Artem. Onirocr.
    • ἐπίσταμαι (verb) Artem. Onirocr.
    • επισταμαι Them. In De an.
  50. επιστήμη
    • επιστήμη (noun) Aelian. Tact.
    • ἐπιστήμη (noun) Alex. qu. III 3 [Sens.] li-l-ʿilmi wa-l-ḥimati
    • ἐπιστήμη (noun) Alex. qu. III 3 [Sens.]
    • ἐπιστήμη (noun) Alex. qu. III 3 [Sens.] τὸ ἀναλαβὸν τὴν ἐπιστήμην = al-ʿālimu l-mutahayyiʾu lil-ʿilmi
    • ἐπιστήμη (noun) Alex. qu. III 3 [Sens.] τὸ ἀναλαβὸν τὴν ἐπιστήμην = al-ʿālimu l-mutahayyiʾu lil-ʿilmi
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Cael.
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Cael.
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Cael.
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Cael.
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Cael.
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Cael.
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Cael.
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Cael.
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Cael. αἱ μαθηματικαί ἐπιστῆμαι = ʿilmu aṣḥābi l-misāḥati
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Cat.
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Cat.
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Cat.
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Cat.
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Cat.
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Cat.
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Eth. Nic. αἱ ἐπιστῆμαι = al-ʿulūmu
      τοῦ κοινοῦ ... αἱ ἐπιστῆμαι Arist. Eth. Nic. X 9, 1180b15 = inna l-ʿulūma … li-l-ʿāmmiyyi 577.6
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Eth. Nic. αἱ ἐπιστῆμαι = al-ʿulūmu
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Eth. Nic. αἱ ἐπιστῆμαι = al-ʿulūmu
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Gener. anim.
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Metaph.
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Metaph.
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Part. anim.
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Part. anim.
    • ἐπιστήμη (noun) Arist. Phys.
      τῆς δὲ αὐτῆς ἐπιστήμης εἰδέναι τὸ εἶδος καὶ τὴν ὕλην μέχρι του Arist. Phys. II 2, 194a22 = wa-kānati l-maʿrifatu bi-l-ṣūrati wa-l-hayūlā fīhā ilā mawḍiʿin mā min ʿilmin wāḥidin 94.12
    • ἐπιστήμη (noun) Galen An. virt.
    • ἐπιστήμη (noun) Nicom. Arithm. τὸ πῖπτον ὑπὸ ἐπιστήμην = allaḏī yuḥāṭu bihi ʿilman
    • ἐπιστήμη (noun) Nicom. Arithm. al-ʿilmu wa-l-idrāku
    • ἐπιστήμη (noun) Nicom. Arithm.
    • ἐπιστήμη (noun) Nicom. Arithm. δύο ἐπιστῆμαι = ʿilmāni
    • ἐπιστήμη (noun) Nicom. Arithm. ἐπὶ ἐπιστήμων = al-ʿilmu l-yaqīnu
    • ἐπιστήμη (noun) Nicom. Arithm. ἐπὶ ἐπιστήμων = al-ʿilmu l-yaqīnu
    • ἐπιστήμη (noun) Nicom. Arithm. ὑπὸ ἐπιστήμην πῖπτον = yuḥāṭu bihi ʿilman
    • ἐπιστήμη (noun) Nicom. Arithm. ἐπὶ ἐπιστήμων = fī l-ʿulūmi
    • ἐπιστήμη (noun) Porph. Isag.
    • ἐπιστήμη (noun) Ps.-Arist. Div.
    • ἐπιστήμη (noun) Ps.-Arist. Div. li-l-ʿilmi
    • ἐπιστήμη (noun) Ps.-Plut. Placita
    • ἐπιστήμη (noun) Ps.-Plut. Placita
    • ἐπιστήμη (noun) Ps.-Plut. Placita
    • ἐπιστήμη (noun) Ps.-Plut. Placita
    • επιστημη Them. In De an.
  51. επιστημονικος
    • επιστημονικος Them. In De an.
  52. ἐπιστητός
    • ἐπιστητός (gerundive) Arist. Phys.
  53. εὑρεῖν
    • εὑρεῖν (gerund) Hyps. Anaph.
  54. εὑρίσκω
    • εὑρίσκω (verb) Artem. Onirocr.
    • εὑρίσκω (verb) Nicom. Arithm. an yaʿlama
  55. ἐφίστημι
    • ἐφίστημι (verb) Nicom. Arithm. ἐπιστάμεθα ὡς = naʿlamu anna
  56. ἔχω
    • ἔχω (verb) Artem. Onirocr.
  57. ζητέω
    • ζητέω (verb) Ps.-Plut. Placita ζητεῖται = ṭalaba an yaʿlama
    • ζητέω (verb) Ps.-Plut. Placita ζητεῖται = ṭalaba an yaʿlama
  58. ἡγέομαι
    • ἡγέομαι (verb) Artem. Onirocr.
    • ἡγέομαι (verb) Artem. Onirocr.
  59. θεραπεία
    • θεραπεία (noun) Artem. Onirocr. wa-ʿulūmun
  60. θεωρέω
    • θεωρέω (gerund) Alex. qu. III 3 [Sens.] τῷ θεωρεῖν καὶ νοεῖν = ka-l-ʿilmi
    • θεωρέω (verb) Arist. Phys.
      εὐθὺς γὰρ θεωρεῖ τὸ ἐπιστῆμον Arist. Phys. VIII 4, 255b23 = wa-ḏālika anna l-ʿālima ʿalā l-makāni yakūnu yaʿlamu
  61. θεώρημα
    • θεώρημα (noun) Nicom. Arithm. al-ašyāʾu llatī fī l-ʿulūmi
    • θεώρημα (noun) Nicom. Arithm. γραμμικά θεωρήμαται = ʿilmu...l-handasati
    • θεώρημα (noun) Nicom. Arithm. fī maʿnin mina l-maʿānī llatī tastaʿmilu fī ʿilmin
    • θεώρημα (noun) Nicom. Arithm. εἰς τὰ μουσικά τε καὶ σφαιρικὰ καὶ γραμμικὰ θεωρήμαται = fī l-mūsīqā wa-ʿilmi l-kurati wa-l-handasati
  62. θεωρητέον
    • θεωρητέον (gerundive) Arist. Gener. anim. wa yanbaġī lanā an naṭluba wa naʿlama
  63. θεωρητικός
    • θεωρητικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ θεωρητική = ʿulūmu l-raʾyi
    • θεωρητικός (adj.) Arist. Metaph. ʿilmu l-raʾyi
    • θεωρητικός (adj.) Ps.-Arist. Div. ʿilmu l-ʿālimi
  64. θεωρία
    • θεωρία (noun) Arist. An. post. ἠθικῆς θεωρίας = min ʿilmi l-aḫlāqi
    • θεωρία (noun) Arist. Metaph. ʿulūmu l-raʾyi
    • θεωρία (noun) Galen An. virt.
    • θεωρία (noun) Galen An. virt.
    • θεωρία (noun) Galen An. virt.
    • θεωρία (noun) Galen Med. phil. τὴν λογικὴν θεωρίαν = ʿilmu l-manṭiqi
    • θεωρία (noun) Galen Med. phil. τῇ λογικῇ θεωρίᾳ = ʿilmu l-manṭiqi
    • θεωρία (noun) Nicom. Arithm. ἴδιον τῆς θεωρίας = huwa min qismi ʿilmin
  65. ἰατρικός
    • ἰατρικός (adj.) Arist. Gener. anim. ὡς καὶ ἀπὸ τῆς ἰατρικῆς ὁ ὑγιασθείς = wa-miṯla l-ṣiḥḥati allatī taʿriḍu li-l-saqīmi min ʿilmi l-ṭibbi
    • ἰατρικός (adj.) Hippocr. Aer. ʿilmu l-ṭibbi
    • ἰατρικός (adj.) Hippocr. Aer. ʿilmu l-ṭibbi
    • ιατρικος Them. In De an.
  66. ἰατρός
    • ἰατρός (noun) Hippocr. Diaet. acut. ἰητρός = man maʿahū ʿilmun bi-l-ṭibbi
  67. ιππικος
    • ιππικος Them. In De an.
  68. καθοράω
    • καθοράω (verb) Galen An. virt. κατιδοῦσα = li-annahū ʿalima
  69. καλώς
    • καλώς (adv.) Nicom. Arithm. ʿilman ṣaḥīḥan
  70. καταλαμβάνω
    • καταλαμβάνω (verb) Artem. Onirocr. naʿlamuhā wa-nadrī
    • καταλαμβανω Them. In De an.
  71. καταμανθανω
    • καταμανθάνω (verb) Hippocr. Diaet. acut. tafaqqada wa-ʿalima
    • καταμανθανω Them. In De an.
  72. κρίνω
    • κρίνω (verb) Arist. Metaph.
  73. λαμβάνω
    • λαμβάνω (verb) Arist. Cael.
    • λαμβάνω (verb) Nicom. Arithm. min ʿilmin
  74. λέγω
    • λέγω (verb) Artem. Onirocr.
  75. λόγος
    • λόγος (noun) Arist. Gener. anim. λόγος τῆς τέχνης = ʿilmu ṣāḥibi l-miḥnati
  76. μάθημα
    • μάθημα (noun) Aelian. Tact. ἐν τοῖς μαθήμασιν = fī ʿulūmi l-handasati
    • μάθημα (noun) Arist. Metaph. al-ʿulūmu l-taʿlīmiyyatu
    • μάθημα (noun) Arist. Metaph. al-ʿulūmu l-taʿlīmiyyatu
    • μάθημα (noun) Arist. Metaph. ἡ ἐν τοῖς μαθήμασιν ἁρμονική = ʿilmu taʾlīfi l-luḥūnu l-taʿlīmiyyu
    • μάθημα (noun) Nicom. Arithm. al-ʿulūmu l-taʿlīmiyyatu
    • μάθημα (noun) Nicom. Arithm. al-ʿulūmu l-taʿlīmiyyatu
  77. μαθηματικός
    • μαθηματικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ μαθηματική = al-ʿilmu l-taʿlīmiyyu
    • μαθηματικός (adj.) Arist. Metaph. ṣāḥibu ʿilmi l-taʿālīmi
    • μαθηματικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ μαθηματική = al-ʿilmu l-taʿlīmiyyu
  78. μανθάνω
    • μανθάνω (verb) Arist. An. post. μανθάνει = yaʿlamuhu
    • μανθάνω (verb) Artem. Onirocr. wa-yadullu ʿalā...wa-ʿilmihā
    • μανθάνω (gerund) Galen An. virt. ἄν ... μαθεῖν = li-an yuʿallimanī
    • μανθάνω (verb) Hippocr. Aer.
  79. μεθοδεύω
    • μεθοδεύω (verb) Nicom. Arithm. allaḏīna salakū sabīla ʿilmin
  80. μέθοδος
    • μέθοδος (noun) Arist. Phys. qaṣdunā bi-hāḏā l-ʿilmi
      ἡ δὲ μέθοδος ἡμῖν περὶ φύσεώς ἐστι Arist. Phys. III 1, 200b13 = wa-kāna qaṣdunā bi-hāḏā l-ʿilmi amra l-ṭabīʿati 165.9
  81. μετεωρολόγος
    • μετεωρολόγος (noun) Hippocr. Aer. mina l-ʿilmi l-ʿalawiyyi
  82. μιμνῄσκω
    • μιμνῄσκω (gerund) Artem. Onirocr. μεμνῆσθαι = nataḏakkara wa-naʿlama
    • μιμνήσκω (verb) Nicom. Arithm. an naʿlama
  83. μνημεῖον
    • μνημεῖον (noun) Artem. Onirocr. yaḥfaẓu ʿilmahu
  84. μουσική
    • μουσική (noun) Nicom. Arithm. ἡ μουσική = ʿilmu l-mūsīqā
  85. μουσικός
    • μουσικός (adj.) Arist. Gener. anim. ṣāḥibu ʿilmi l-lahwi
    • μουσικός (adj.) Nicom. Arithm. ὁ μουσικός = ʿilmu l-mūsīqā
    • μουσικός (adj.) Nicom. Arithm. ὁ μουσικός = ṣāḥibu ʿilmi l-mūsīqā
  86. ναυπηγικός
    • ναυπηγικός (adj.) Ps.-Arist. Div. fa-ʿilmu ṣināʿati l-naǧārati
  87. ναυτιλία
    • ναυτιλία (noun) Nicom. Arithm. πρὸς ναυτιλίαν = fī ʿilmi...l-milāḥati
  88. νοέω
    • νοέω (gerund) Alex. qu. III 3 [Sens.] τῷ θεωρεῖν καὶ νοεῖν = ka-l-ʿilmi
    • νοέω (gerund) Alex. qu. III 3 [Sens.] τὸ νοεῖν ἔχειν καὶ τὸ φρονεῖν
    • νοέω (verb) Arist. Cael. ʿalima wa-ʿarafa
    • νοέω (gerund) Arist. Gener. anim. δεῖ νοῆσαι = nafhama wa naʿlama
    • νοέω (verb) Proclus El. theol.
      πᾶς νοῦς ἑαυτὸν νοεῖ Proclus El. theol. 167: 144.22 = kullu ʿālimin yaʿlamu ḏātahū 167.1
    • νοέω (verb) Proclus El. theol. νοεῖ ἑαυτὸν = yaʿlamu ḏātahū
      ἕκαστος δὲ τῶν ἐφεξῆς (sc. νοεῖ) ἑαυτὸν ἅμα καὶ τὰ πρὸ αὐτοῦ Proclus El. theol. 167: 144.24 = fa-ammā sāʾiru l-ašyāʾi ḏawāti l-ʿilmi fa-kullu wāḥidin minhā yaʿlamu ḏātahū wa-yaʿlamu mā fawqahū wa-huwa maʿlūmun ayḍan 167.5
    • νοέω (verb) Proclus El. theol.
      ἑαυτὸν νοεῖ πᾶς νοῦς Proclus El. theol. 167: 144.26 = kullu ʿālimin ... yaʿlamu ḏātahū 167.7
    • νοέω (verb) Proclus El. theol. νοεῖ τὰ πρὸ αὐτοῦ = yaʿlamu mā fawqahū
      ἕκαστος δὲ τῶν ἐφεξῆς (sc. νοεῖ) ἑαυτὸν ἅμα καὶ τὰ πρὸ αὐτοῦ Proclus El. theol. 167: 144.24 = fa-ammā sāʾiru l-ašyāʾi ḏawāti l-ʿilmi fa-kullu wāḥidin minhā yaʿlamu ḏātahū wa-yaʿlamu mā fawqahū wa-huwa maʿlūmun ayḍan 167.5
    • νοέω (verb) Proclus El. theol. νοεῖ τὰ πρὸ αὐτοῦ = yaʿlamu mā fawqahū
      ἐν αὐτῷ νοητὸν νοεῖ ἅμα καὶ τὸ πρὸ αὐτοῦ Proclus El. theol. 167: 146.11 = yaʿlamu mā fīhi mina l-maʿlūmi wa-yaʿlamu mā fawqahū 167.20
    • νοέω (verb) Proclus El. theol. ἐν αὐτῷ νοητὸν νοεῖ = yaʿlamu mā fīhi mina l-maʿlūmi
      ἐν αὐτῷ νοητὸν νοεῖ ἅμα καὶ τὸ πρὸ αὐτοῦ Proclus El. theol. 167: 146.11 = yaʿlamu mā fīhi mina l-maʿlūmi wa-yaʿlamu mā fawqahū 167.20
  89. νοητικός
    • νοητικός (adj.) Alex. qu. III 3 [Sens.]
  90. νομίζω
    • νομίζω (verb) Artem. Onirocr.
    • νομίζω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
  91. νοῦς
    • νοῦς (noun) Proclus El. theol.
      ἔστιν ἄρα καὶ ἐν τῷ νῷ νοητὸν καὶ ἐν τῷ νοητῷ νοῦς Proclus El. theol. 167: 146.12 = kāna iḏan fī-l-ʿilmi maʿlūmun wa-fī l-maʿlūmi ʿilmun 167.22-23
    • νοῦς (noun) Proclus El. theol. οἱ νόες = al-ašyāʾu ḏawāti l-ʿilmi
      ἕκαστος δὲ τῶν ἐφεξῆς (sc. νοεῖ) ἑαυτὸν ἅμα καὶ τὰ πρὸ αὐτοῦ Proclus El. theol. 167: 144.24 = fa-ammā sāʾiru l-ašyāʾi ḏawāti l-ʿilmi fa-kullu wāḥidin minhā yaʿlamu ḏātahū wa-yaʿlamu mā fawqahū wa-huwa maʿlūmun ayḍan 167.5
  92. οἶδα
    • οἶδα (verb) Arist. An. post. οὐκ οἶδεν = lā naʿlamuhu
    • οἶδα (gerund) Arist. An. post. εἰδέναι = an naʿllamahā
    • οἶδα (act. part.) Arist. An. post. ὁ εἰδὼς...οἶδεν = fa-llaḏī yaʿlamu...ʿilmuhu
    • οἷδα (verb) Arist. An. post. ἐπίστασθαι οἰόμεθα ὅταν εἰδῶμεν = naẓunnu annā qad ʿalimnā matā ʿalimnā
    • οἶδα (verb) Arist. An. post. ὁ εἰδὼς...οἶδεν = fa-llaḏī yaʿlamu...ʿilmuhu
    • οἶδα (verb) Arist. An. post. ἆρ' οἶδας = a-turāka taʿlamu
    • οἶδα (verb) Arist. Eth. Nic.
    • οἶδα (act. part.) Arist. Eth. Nic.
      ὁ καθόλου εἰδώς Arist. Eth. Nic. X 9, 1180b14 = allatī taʿlamu ʿilman kulliyyan 577.5
    • οἶδα (act. part.) Arist. Eth. Nic. ὁ εἰδώς = allaḏī yaʿlamu
    • οἶδα (verb) Arist. Eth. Nic.
      τοῖς ἐφιεμένοις περὶ πολιτικῆς εἰδέναι Arist. Eth. Nic. X 9, 1181a12 = allaḏīna yaštahūna yaʿlamūna l-ṣināʿata l-madaniyyata 579.9
    • οἶδα (verb) Arist. Metaph.
    • οἶδα (verb) Arist. Metaph. waṣalnā ilā l-ʿilmi
    • οἶδα (verb) Arist. Phys. τὸ εἰδέναι
    • οἶδα (verb) Hippocr. Diaet. acut.
    • οἶδα (verb) Hippocr. Diaet. acut.
    • οἴδα (gerund) Hippocr. Nat. hom. εἰδέναι
    • οἴδα (gerund) Hippocr. Nat. hom. εἰδέναι
    • οἴδα (gerund) Hippocr. Nat. hom. εἰδέναι
    • οἶδα (gerund) Porph. Isag. εἰδέναι
  93. οἰκοδομικός
    • οἰκοδομικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ οἰκοδομική = ʿilmu l-bināʾi
  94. οἲομαι
    • οἲομαι (verb) Hippocr. Diaet. acut.
  95. ὀπτικός
    • ὀπτικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ ὀπτική = ʿilmu l-baṣari
    • ὀπτικός (adj.) Arist. Phys. ἡ ὀπτική (sc. θεωρία) = ʿilm al-manāẓiri
  96. ὁράω
    • ὁράω (verb) Arist. Cael.
    • ὁράω (verb) Artem. Onirocr.
  97. ὀψοποιητικός
    • ὀψοποιητικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ ὀψοποιητική = ʿilmu l-ṭabbāḫi
  98. παιδεύω
    • παιδεύω (verb) Aelian. Tact. παιδεύσῃ = yuʿallimuhum
  99. παραδίδωμι
    • παραδίδωμι (act. part.) Arist. Eth. Nic. οἱ παραδιδόντες
  100. περί
    • περί (prep.) Nicom. Arithm. al-ʿilmu bi-l-miqdāri
  101. ποιητικός
    • ποιητικός (adj.) Ps.-Arist. Div. ʿilmu l-ṣanāʾiʿi
    • ποιητικός (adj.) Ps.-Arist. Div. al-ʿulūmu l-ṣināʿiyyatu
    • ποιητικός (adj.) Ps.-Arist. Div. al-ʿilmu l-ṣāniʿu
  102. πραγματεία
    • πραγματεία (noun) Arist. Phys. funūnu l-ʿilmi
      διὸ τρεῖς αἱ πραγματεῖαι, ἡ μὲν περὶ ἀκινήτων, ἡ δὲ περὶ κινουμένων, ἡ δὲ περὶ τὰ φθαρτά Arist. Phys. II 7, 198a30 = wa-li-ḏālika ṣārat funūnu l-ʿilmi ṯalāṯatun, aḥaduhā yanẓuru fī-mā lā yataḥarraku, wa-l-ṯānī yanẓuru fī-mā yataḥarraku, wa-l-ṯāliṯu yanẓuru fī-mā yafsidu
  103. πρακτικός
    • πρακτικός (adj.) Ps.-Arist. Div. ʿilmu l-siyāsati
    • πρακτικός (adj.) Ps.-Arist. Div. al-ʿilmu l-fāʿilu
  104. προγιγνώσκω
    • προγιγνώσκω (verb) Galen Med. phil. nataqaddamu fa-naʿlamu
  105. προγινώσκω
    • προγινώσκω (verb) Hippocr. Aer.
  106. πρόοιδα
    • πρόοιδα (verb) Arist. An. post. προῄδει = fa-qad kāna taqaddama fa-ʿulima
    • πρόοιδα (act. part.) Hippocr. Progn. προειδώς = yataqaddamu fa-yaʿlamu
  107. προοράω
    • προοράω (verb) Hippocr. Aer. yasbiqu fa-yaʿlamu
  108. προςδιδασκω
    • προςδιδασκω Them. In De an.
  109. προσκαταμανθάνω
    • προσκαταμανθάνω (gerund) Hippocr. Diaet. acut. προσκαταμαθεῖν = yaʿlamu maʿa hāḏihī
  110. προσσυνίημι
    • προσσυνίημι (gerund) Hippocr. Diaet. acut. προσσυνιέναι = yanbaġi laka ayḍan an taʿlama
  111. σῆμα
    • σῆμα (noun) Ps.-Plut. Placita
  112. σκέψις
    • σκέψις (noun) Arist. Metaph.
  113. σκοπέω
    • σκοπέω (verb) Artem. Onirocr.
    • σκοπέω (verb) Artem. Onirocr.
    • σκοπέω (verb) Artem. Onirocr.
  114. σοφία
    • σοφία (noun) Artem. Onirocr. ʿilmahu
    • σοφία (noun) Artem. Onirocr. ʿilmika
    • σοφία (noun) Ps.-Plut. Placita
  115. συνεπιφέρω
    • συνεπιφέρω (verb) Nicom. Arithm. συνεπιφέρεται ἐκείνῃ
  116. σύνοιδα
    • σύνοιδα (verb) Arist. Eth. Nic.
      οἱ γὰρ ἔμπειροι περὶ ἕκαστα κρίνουσιν ὀρθῶς τὰ ἔργα Arist. Eth. Nic. X 9, 1181a20 = fa-inna aṣḥāba l-taǧāribi fī kulli šayʾin allaḏīna yaqḍūna bi-l-ṣiḥḥati ʿalā l-aʿmāli wa-yaʿlamūna bi-ayyi šayʾin takūnu 581.1
    • σύνοιδα (verb) Arist. Eth. Nic.
      τάχ' ἂν μᾶλλον συνίδοιμεν Arist. Eth. Nic. X 9, 1181b21 = ʿasā an naʿlama akṯara 583.2
  117. σφαιρικός
    • σφαιρικός (adj.) Nicom. Arithm. ʿilmu l-kurati
    • σφαιρικός (adj.) Nicom. Arithm. ʿilmu l-kurati
    • σφαιρικός (adj.) Nicom. Arithm. ʿilmu l-kurati
  118. τεχνίτης
    • τεχνίτης (noun) Ps.-Arist. Div. arbābu l-ṣanāʾiʿi wa-l-ʿulūmi
  119. τηρέω
    • τηρέω (verb) Artem. Onirocr. imtaḥantu wa-ʿalimtu
  120. ὑποτίθημι
    • ὑποτίθημι (verb) Arist. Cael.
  121. φαίνω
    • φαίνω (pass. part.) Arist. Cael. τὰ φαινόμενα = ʿilmu l-ʿiyāni
  122. φανερός
    • φανερός (adj.) Arist. Gener. anim. φανερὸν ὅτι = qad ʿalimnā
  123. φιλοσοφία
    • φιλοσοφία (noun) Nicom. Arithm. ʿilmu l-falsafati
  124. φρονέω
    • φρονέω (gerund) Alex. qu. III 3 [Sens.] τὸ νοεῖν ἔχειν καὶ τὸ φρονεῖν
    • φρονέω (gerund) Nicom. Arithm. φρονέειν = an naʿlama
  125. φρόνησις
    • φρόνησις (noun) Ps.-Arist. Div.
  126. φυσικός
    • φυσικός (noun) Arist. Gener. anim. aṣḥābu l-ʿilmi l-ṭibāʿiyyi
    • φυσικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ φυσική = al-ʿilmu l-ṭabīʿiyyu
    • φυσικός (adj.) Arist. Metaph. ἡ φυσική = al-ʿilmu l-ṭabīʿiyyu
    • φυσικός (adj.) Nicom. Arithm. οἱ φυσικοί = aṣḥābu ʿilmi l-ṭabīʿati
  127. φυσιογνώμων
    • φυσιογνώμων (adj.) Arist. Gener. anim. φυσιογνώμων τις = aṣḥābu l-ʿilmi l-ṭibāʿiyyi
  128. φυσιολογία
    • φυσιολογία (noun) Nicom. Arithm. ἐν φυσιολογίᾳ = fī maʿrifatin...wa-ʿilmi l-ṭabīʿati
    • φυσιολογία (noun) Nicom. Arithm. εἰς τὰς φυσιολογίας = fī ʿilmi l-ṭabīʿati
  129. φυσιολόγος
    • φυσιολόγος (noun) Arist. Gener. anim. aṣḥābu l-ʿilmi l-ṭibāʿiyyi
The database query could not be executed.