Lookup cumulative lexical entry: غاذي

  1. θρεπτικος
    • θρεπτικός (adj.) Alex. qu. III 3 [Sens.] τῆς θρεπτικής δυνάμεως = al-quwwatu l-ġāḏiyyatu
    • θρεπτικος Them. In De an.
    • θρεπτικος Them. In De an.
    • θρεπτικος Them. In De an.
    • θρεπτικος Them. In De an.
    • θρεπτικος Them. In De an.
The database query could not be executed.