Lookup cumulative lexical entry: غاذي
- θρεπτικος
- θρεπτικός (adj.) Alex. qu. III 3 [Sens.] τῆς θρεπτικής δυνάμεως = al-quwwatu l-ġāḏiyyatu
- θρεπτικος Them. In De an.
- θρεπτικος Them. In De an.
- θρεπτικος Them. In De an.
- θρεπτικος Them. In De an.
- θρεπτικος Them. In De an.