Lookup cumulative lexical entry: غاص

  1. καταδύω
    • καταδύω (verb) Artem. Onirocr. καταδύομαι = yaġūṣu fī māʾin
  2. λεπτολογέω
    • λεπτολογέω (verb) Nicom. Arithm. ġāṣū fī ṭalabihā
  3. περικλύζομαι
    • περικλύζομαι (verb) Artem. Onirocr.
The database query could not be executed.