Lookup cumulative lexical entry: غرق

  1. ἀνατροπή
    • ἀνατροπή (noun) Arist. Phys.
  2. κατακλυσμός
    • κατακλυσμός (noun) Arist. Meteor.
  3. πιέζω
    • πιέζω (pass. part.) Hippocr. Aer. πιεζευμένη
The database query could not be executed.