Lookup cumulative lexical entry: غسّل

  1. ἀνατρίβω
    • ἀνατρίβω (act. part.) Rufus Ict.
      ἀνατρίβοντας τὸ σῶμα νίτρον Rufus Ict. fr. 11 = an yuġsalu bi-l-naṭrūni 58
  2. κατάκλυσμα
    • κατάκλυσμα (noun) Hippocr. Nat. hom.
    • κατάκλυσμα (noun) Hippocr. Nat. hom.
  3. λούω
    • λούω (verb) Hippocr. Superf.
    • λούω (pass. part.) Hippocr. Superf. λελουμένος
    • λούω (pass. part.) Hippocr. Superf. λουσαμένη
  4. πλύνω
    • πλύνω (verb) Artem. Onirocr.
    • πλύνω (verb) Artem. Onirocr.
    • πλύνω (verb) Artem. Onirocr.
    • πλύνω (verb) Artem. Onirocr.
  5. σμηματώδης
    • σμηματώδης (adj.) Hippocr. Diaet. acut. baʿḍu l-ġusli
The database query could not be executed.