Lookup cumulative lexical entry: غلط
- ἁμαρτάνω
- ἁμαρτάνω (verb) Galen In De off. med. aḫṭaʾa wa-ġaliṭa
- ἁμαρτάς
- ἁμαρτάς (noun) Hippocr. Diaet. acut.
- ἀναμάρτητος
- ἀναμάρτητος (adj.) Galen In De off. med. muʿarrī mina l-ġalati wa-l-ḫaṭāʾi
- απαταω
- απατη
- απατη Them. In De an.
- απατη Them. In De an.
- απατη Them. In De an.
- ἐλάττωσις
- ἐλάττωσις (noun) Ps.-Arist. Virt. al-ġalaṭu wa-l-sahwu
- ἐλεγκτικός
- ἐλεγκτικός (adj.) Arist. Metaph. ʿalā naḥwi l-ġalaṭi
- ἔλεγχος
- ἔλεγχος (noun) Arist. Metaph.
- ἐξαπατάω
- ἐξαπατάω (verb) Artem. Onirocr. ἐξαπατηθήσεται = yaġlaṭu wa-yaḫṭaʾu
- λανθάνω
- λανθάνω (gerund) Arist. Hist. anim.
- λανθάνω (verb) Arist. Rhet. hend.; ǧahila aw ġaliṭa
- λανθάνω (verb) Arist. Rhet. hend.; ǧahila aw ġaliṭa
- λανθάνω (verb) Artem. Onirocr.
- λανθάνω (verb) Artem. Onirocr.
- μικρολογία
- μικρολογία (noun) Ps.-Arist. Virt. ġalaṭu l-kalāmi
- παρακούω
- παρακούω (gerund) Galen In De off. med. παρακοῦσαι = naġlaṭu...fa-lā nafhamuhu
- παραλογίζομαι
- παραλογίζομαι (verb) Arist. Rhet. ḍalla wa-ġaliṭa
- πλάνη
- πλάνη (noun) Artem. Onirocr.
- πταίω
- πταίω (verb) Artem. Onirocr.
The database query could not be executed.