Lookup cumulative lexical entry: غنّى

  1. ᾆσμα
    • ᾆσμα (noun) Artem. Onirocr. al-ṣawtu llaḏī yuġannī bihi
  2. ᾀσματολογέω
    • ᾀσματολογέω (verb) Artem. Onirocr.
  3. εὐπορία
    • εὐπορία (noun) Artem. Onirocr.
  4. πλούσιος
    • πλούσιος (adj.) Nicom. Arithm. τὸ πλούσιον τοῦ πλουσιωτέρου = al-ġinā mina llaḏī huwa aġnā
  5. πλουτέω
    • πλουτέω (gerund) Arist. Eth. Nic. τὸ πλουτεῖν
  6. πλοῦτος
    • πλοῦτος (noun) Galen Med. phil.
  7. πρόσκτησις
    • πρόσκτησις (noun) Artem. Onirocr.
  8. τραγῳδέω
    • τραγῳδέω (verb) Artem. Onirocr.
  9. χρῆμα
    • χρῆμα (noun) Galen Med. phil.
  10. χρηματίζω
    • χρηματίζω (verb) Galen Med. phil. ṭalaba l-ġinā
The database query could not be executed.