Lookup cumulative lexical entry: فاس

  1. πέλεκυς
    • πέλεκυς (noun) Artem. Onirocr.
  2. σκέπαρνον
    • σκέπαρνον (noun) Hippocr. Off. med.
  3. σύγκρισις
    • σύγκρισις (noun) Nicom. Arithm. κατὰ συγκρίσει = allatī tuqāsu hāḏihi ilayhā
  4. σχιδακηδόν
    • σχιδακηδόν (adv.) Galen In De off. med. ʿalā l-šakli l-musammā faʾsan
The database query could not be executed.