Lookup cumulative lexical entry: فالج

  1. ὀπιστθότονος
    • ὀπιστθότονος (noun) Diosc. Mat. med. al-fāliǧu llaḏī yaʿriḍu fīhī maylu l-raqabati ilā ḫalfin
  2. παραπληκτικός
    • παραπληκτικός (adj.) Hippocr. Aer.
The database query could not be executed.