Lookup cumulative lexical entry: فردي

  1. περισσός
    • περισσός (adj.) Nicom. Arithm. περισσῶς ὀνοματοπεποιημένον = tasmiyatuhu minhu...tasmiyatun fardiyyatun
    • περισσός (adj.) Nicom. Arithm. περισσῶς ὀνοματοπεποιημένον = tasmiyatun fardiyyatun
The database query could not be executed.