Lookup cumulative lexical entry: فص

  1. ἄψηφος
    • ἄψηφος (adj.) Artem. Onirocr. bi-lā faṣṣin
  2. σφενδόνη
    • σφενδόνη (noun) Arist. Phys. τοὺς δακτυλίους ... μὴ ἔχοντας σφενδόνην = fī l-ḫātimi llaḏī laysa lahu mawḍiʿu faṣṣin
  3. ψηφοπαικτέω
    • ψηφοπαικτέω (verb) Artem. Onirocr. yalʿabu...bi-l-fuṣūṣi
The database query could not be executed.