Lookup cumulative lexical entry: فعّال

  1. ἐργάτης
    • ἐργάτης (noun) Artem. Onirocr.
  2. ποιητικος
    • ποιητικος Them. In De an.
    • ποιητικος Them. In De an.
    • ποιητικος Them. In De an.
    • ποιητικος Them. In De an.
    • ποιητικος Them. In De an.
The database query could not be executed.