Lookup cumulative lexical entry: قاتل

  1. θανάσιμος
    • θανάσιμος (adj.) Artem. Onirocr.
    • θανάσιμος (noun) Diosc. Mat. med. τὰ θανάσιμα = al-sumūmu l-qātilatu
    • θανάσιμος (noun) Diosc. Mat. med. τὰ θανάσιμα = al-adwiyatu l-qātilatu
  2. θανατώδης
    • θανατώδης (adj. sup.) Hippocr. Aer. θανατωδέστατοι
  3. νηττοφόνος
    • νηττοφόνος (noun) Arist. Hist. anim. qātilu iwazza l-māʾi
The database query could not be executed.