Lookup cumulative lexical entry: قاض

  1. ἀποδίδωμι
    • ἀποδίδωμι (act. part.) Ps.-Arist. Div. al-qāḍiyūnu
  2. δικάζω
    • δικάζω (verb) Artem. Onirocr. δικάζομαι = taqaddama ilā l-qāḍī
    • δικάζω (verb) Artem. Onirocr. δικάζομαι = yataqaddamu ilā l-qāḍī
    • δικάζω (gerund) Galen An. virt. δικάζειν ... ἄνδρες = al-quḍāʾu
  3. δικαστήριον
    • δικαστήριον (noun) Ps.-Arist. Div. εἰς δικαστήριον = ʿinda qāḍin aw sulṭānin
  4. δικαστής
    • δικαστής (noun) Artem. Onirocr.
    • δικαστής (noun) Artem. Onirocr. wa-l-quḍā
    • δικαστής (noun) Artem. Onirocr.
    • δικαστής (noun) Artem. Onirocr.
    • δικαστής (noun) Artem. Onirocr.
    • δικαστής (noun) Artem. Onirocr.
    • δικαστής (noun) Galen An. virt.
    • δικαστής (noun) Galen An. virt.
The database query could not be executed.