Lookup cumulative lexical entry: قاضٍ
- ἀποδίδωμι
- ἀποδίδωμι (act. part.) Ps.-Arist. Div. al-qāḍiyūnu
- δικάζω
- δικάζω (verb) Artem. Onirocr. δικάζομαι = taqaddama ilā l-qāḍī
- δικάζω (verb) Artem. Onirocr. δικάζομαι = yataqaddamu ilā l-qāḍī
- δικάζω (gerund) Galen An. virt. δικάζειν ... ἄνδρες = al-quḍāʾu
- δικαστήριον
- δικαστήριον (noun) Ps.-Arist. Div. εἰς δικαστήριον = ʿinda qāḍin aw sulṭānin
- δικαστής
- δικαστής (noun) Artem. Onirocr.
- δικαστής (noun) Artem. Onirocr. wa-l-quḍā
- δικαστής (noun) Artem. Onirocr.
- δικαστής (noun) Artem. Onirocr.
- δικαστής (noun) Artem. Onirocr.
- δικαστής (noun) Artem. Onirocr.
- δικαστής (noun) Galen An. virt.
- δικαστής (noun) Galen An. virt.
The database query could not be executed.