Lookup cumulative lexical entry: قاطع

  1. ἐμποδίζω
    • ἐμποδίζω (verb) Arist. Phys. ἂν μή τι ἐμποδίσῃ = mā lam yaqṭaʿhā ʿanhu qāṭiʿun
  2. λῃστής
    • λῃστής (noun) Artem. Onirocr. quṭṭāʿu l-ṭarīqi
    • λῃστής (noun) Artem. Onirocr. quṭṭāʿu l-ṭarīqi
  3. παρεπιψαύω
    • παρεπιψαύω (verb) Ps.-Plut. Placita qāṭaʿa wa-māssa
  4. τέμνω
    • τέμνω (act. part.) Eucl. El. τέμνουσιν ἀλλήλους
    • τέμνω (verb) Eucl. El. τεμνέτωσαν ἀλλήλας
    • τέμνω (verb) Eucl. El. τέμνουσιν ἀλλήλους
  5. τμητικός
    • τμητικός (adj.) Arist. Metaph. τό τμητικὸν πρὸς τὸ τμητόν = al-qāṭiʿu ilā allaḏī yuqṭaʿu
    • τμητικος Them. In De an.
The database query could not be executed.