Lookup cumulative lexical entry: قاوم

  1. ἀνταγωνίζομαι
    • ἀνταγωνίζομαι (gerund) Hippocr. Progn. ἀνταγωνίσασθαι
  2. ἀντιμεταβάλλω
    • ἀντιμεταβάλλω (gerund) Hippocr. Diaet. acut. ἀντιμεταβάλλειν = yuqāwimu l-istiḥālata
  3. οἰκονομέω
    • οἰκονομέω (verb) Artem. Onirocr.
The database query could not be executed.