Lookup cumulative lexical entry: قبّض

  1. κομίζω
    • κομίζω (gerund) Arist. Phys.
      κομίσασθαι τὸ ἀργύριον Arist. Phys. II 5, 197a15 = ḥattā qabaḍa mālan
  2. λαμβάνω
    • λαμβάνω (act. part.) Arist. An. post. λαβοῦσι = ʿindamā yaqbuḍūna
    • λαμβάνω (verb) Artem. Onirocr.
  3. περιλαμβάνω
    • περιλαμβάνω (act. part.) Hippocr. Superf. περιλαβών = iqbiḍ ʿalā
  4. πιέζω
    • πιέζω (pass. part.) Galen An. virt. πιεζόμενος = yaqbiḍuhū wa-yaḍġaṭuhū
  5. πυκνόω
    • πυκνόω (verb) Galen In De off. med. yuqabbiḍu wa-yuṣallibu
  6. ῥήγνυμι
    • ῥήγνυμι (verb) Artem. Onirocr. qabaḍa ʿalā
  7. στοφή
    • στοφή (noun) Artem. Onirocr. qabḍihi
  8. στυπτικός
    • στυπτικός (adj. comp.) Diosc. Mat. med. στυπτικωτέρος = ašaddu qabḍan
    • στυπτικός (adj. comp.) Diosc. Mat. med. στυπτικωτέρος = ašaddu qabḍan
    • στυπτικός (adj. comp.) Diosc. Mat. med. στυπτικώτεραι τυγχάνουσι = ašaddu qabḍan min
    • στυπτικός (adj. comp.) Diosc. Mat. med. στυπτικώτερος = ašaddu qabḍan
    • στυπτικός (adj. comp.) Diosc. Mat. med. στυπτικώτερος = aqwā wa-ašaddu qabḍan
    • στυπτικός (adj. comp.) Diosc. Mat. med. στυπτικώτερα τυγχάνουσι = ašaddu qabḍan min
  9. στύφω
    • στύφω (verb) Diosc. Mat. med. μᾶλλον στύφει = ašaddu qabḍan
    • στύφω (gerund) Diosc. Mat. med. δύναται... στύφειν = wa-kunduru yaqbiḍu
    • στύφω (act. part.) Diosc. Mat. med. στύφουσα = qābiḍun qabḍan
    • στύφω (verb) Diosc. Mat. med.
    • στύφω (act. part.) Galen Simpl. medic. στύφουσα = qabaḍa qabḍan
      ἡ ... ξηραντικὴ καὶ μετρίως στύφουσα Galen Simpl. med. XI, 819.3 = yuǧaffifu wa-yaqbaḍu qabḍan muʿtadilan Ibn al-Bayṭār Ǧāmiʿ I, 75.28
    • στύφω (act. part.) Galen Simpl. medic. στύφουσα = qabaḍa qabḍan
      ἡ ... ξηραντικὴ καὶ μετρίως στύφουσα Galen Simpl. med. XI, 819.3 = yuǧaffifu wa-yaqbaḍu qabḍan muʿtadilan Ibn al-Bayṭār Ǧāmiʿ I, 75.28
  10. στῦψις
    • στῦψις (noun) Diosc. Mat. med. τῇ σφοδρᾷ στύψει = li-šiddati qabḍihī
    • στῦψις (noun) Diosc. Mat. med.
    • στῦψις (noun) Diosc. Mat. med. ἡ σφοδρὰ στῦψις = bi-šiddati qabḍihī
    • στῦψις (noun) Hippocr. Diaet. acut.
  11. σύγκαμψις
    • σύγκαμψις (noun) Galen In De off. med.
  12. συστέλλω
    • συστέλλω (verb) Nicom. Arithm. qabaḍa...wa-iqtaṣara bihi
    • συστελλω Them. In De an.
  13. χρυσοφορέω
    • χρυσοφορέω (verb) Artem. Onirocr. yaqbiḍa ḏahaban
The database query could not be executed.