Lookup cumulative lexical entry: قثّ

  1. μηδικός
    • μηδικός (adj.) Arist. Hist. anim. ἡ μηδικὴ πόα
  2. πόα
    • πόα (noun) Arist. Hist. anim. ἡ μηδικὴ πόα
The database query could not be executed.