Lookup cumulative lexical entry: قراءة

  1. ἀναγιγνώσκω
    • ἀναγιγνώσκω (verb) Artem. Onirocr.
  2. βιβλίον
    • βιβλίον (noun) Artem. Onirocr. qirāʾatu l-kutubi
  3. εὐανάγνωστος
    • εὐανάγνωστος (adj.) Arist. Rhet. sem. amplif.; yashulu qirāʾatuhu
  4. συνανάγνωσις
    • συνανάγνωσις (noun) Nicom. Arithm. εἰς τὰς συναναγνώσεις = fī qirāʾatin
The database query could not be executed.