Lookup cumulative lexical entry: قسمة
- ἀδιαίρετος
- ἀδιαίρετος (adj.) Arist. Metaph. lā ǧuzʾun lahu wa-lā qismatun
- ἀμερής
- ἀμερής (adj.) Proclus El. theol. lā yaqbalu l-qismata wa-lā taǧziʾata
εἴ τι ἄρα πρὸς ἑαυτὸ ἐπιστρεπτικόν ἐστιν, ἀσώματόν ἐστι καὶ ἀμερές Proclus El. theol. 15: 18.6 = inna kulla mā amkana an yarǧaʿa ilā ḏātihī fa-huwa rūḥāniyyun lā ǧirmiyyun wa-lā yaqbalu l-qismata wa-lā taǧziʾata 15.12
- ἀντιδιαιρέω
- ἀντιδιαιρέω (verb) Galen In De off. med. ǧaʿala...muḥāḏiyā fī l-qismati
- ἀντιδιαιρέω (pass. part.) Galen In De off. med. ἀντιδιαιρούμενος = ǧaʿalahā...fī l-qismati muḥāḏiya
- ἄτομος
- ἄτομος (adj.) Arist. Metaph. allatī lā taḥtamilu l-qismata
- διαίρεσις
- διαίρεσις (noun) Arist. An. post. οὐδ' ἡ διὰ τῶν διαιρέσεων ὁδός = wa-lā bi-l-ṭarīqi llatī takūnu bi-l-qismati
- διαίρεσις (noun) Arist. Cat.
- διαίρεσις (noun) Arist. Metaph.
- διαίρεσις (noun) Arist. Phys. διαιρέσει = bi-l-qismati
- διαίρεσις (noun) Artem. Onirocr.
- διαίρεσις (noun) Artem. Onirocr.
- διαίρεσις (noun) Nicom. Arithm.
- διαίρεσις (noun) Porph. Isag.
- διαίρεσις (noun) Porph. Isag. διαιρέσεις
- διαίρεσις (noun) Porph. Isag. διαιρέσεις
- διαίρεσις (noun) Ps.-Plut. Placita
- διαίρεσις (noun) Ps.-Plut. Placita
- διαιρετικός
- διαιρετικός (adj.) Porph. Isag.
- διαιρέω
- διαιρέω (verb) Arist. Phys.
πῶς γὰρ διελεῖς; Arist. Phys. III 5, 205b30 = wa-ḏālika annahu lā sabīla laka ilā qismatihī bi-niṣfayni - διαιρέω (pass. part.) Arist. Phys. διελομένοις = bi-ṭarīqi l-qismati
τίς δ' ἡ τοιαύτη (sc. κίνησις), δῆλον διελομένοις Arist. Phys. V 4, 227b22 = wa-qad tabayyana ayyu ḥarakatin hiya hāḏihī l-ḥarakatu bi-ṭarīqi l-qismati - διαιρέω (verb) Porph. Isag. οὐκ ἂν διελοίμεθα = lā yaǧūzu lanā qismatuhū
- διαιρέω (gerund) Ps.-Plut. Placita διελέσθαι
- διανομή
- διανομή (noun) Nicom. Arithm.
- διχοτομία
- διχοτομία (noun) Aelian. Tact.
- διχοτομία (noun) Arist. Phys. αἱ διχοτομίαι τοῦ μεγέθους = qismatu l-miqdāri bi-niṣfayni
- διχοτομία (noun) Arist. Phys. al-qismatu bi-niṣfayni
- ἐπιλογισμός
- ἐπιλογισμός (noun) Ptol. Hypoth. al-taǧziʾatu wa-l-qismatu
- ἐπιλογισμός (noun) Ptol. Hypoth.
- κανών
- κανών (noun) Nicom. Arithm. qismatu l-qānūni min
- κατατομή
- κατατομή (noun) Nicom. Arithm. ἐν τῇ κατατομῇ = fī qismatin
- μερισμός
- μερισμός (noun) Arist. Metaph.
- μερισμός (noun) Proclus El. theol. διὰ τὸν μερισμὸν = li-ḥāli qubūlihā li-l-taǧziʾati wa-l-qismati
(sc. αἱ δυνάμεις) πορρωτάτω τοῦ ἑνὸς διὰ τὸν μερισμὸν πεπερασμέναι πάντως εἰσίν Proclus El. theol. 86: 80.1 = fa-ṣārati l-ašyāʾu llatī tabʿudu mina l-wāḥidi mutanāhiyatan li-ḥāli qubūlihā li-l-taǧziʾati wa-l-qismati 86.11
- παραβλητέος
- παραβλητέος (adj.) Nicom. Arithm. ἐπὶ τὸν σύνθετον παραβλητέον = qismatahu ʿalā...maǧmūʿayni
- παραβλητέος (adj.) Nicom. Arithm. ἐπὶ τὸν σύνθετον παραβλητέον = qismatahu ʿalā...maǧmūʿayni
- παραβολή
- παραβολή (noun) Nicom. Arithm. τὸ πλάτος τῆς παραβολῆς = fa-mā ḫaraǧa mina l-qismati
- παραβολή (noun) Nicom. Arithm. τὸ πλάτος τῆς παραβολῆς = fa-mā ḫaraǧa mina l-qismati
- τέμνω
- τέμνω (gerund) Arist. Phys. qasama ʿalā qismatin
ἔστι τετμῆσθαι Arist. Phys. III 7, 207b32 = wa-qad yumkinu an naqsima ʿalā qismatin
- τμῆμα
- τμῆμα (noun) Nicom. Arithm.
- τμῆμα (noun) Nicom. Arithm. ἔχων τμήματα ὁρᾶται = yaqaʿu fīhi l-qismatu
- τομή
- τομή (noun) Galen An. virt.
- τομή (noun) Nicom. Arithm.
- τομή (noun) Nicom. Arithm. ἐπιδεχόμενος τομὴν = allaḏī yuqbilu l-qismatu
- τομή (noun) Nicom. Arithm.
- τομή (noun) Porph. Isag.
The database query could not be executed.