Lookup cumulative lexical entry: قصبة

  1. αρτηρια
    • ἀρτηρία (noun) Diosc. Mat. med. قصبة الرئة
    • αρτηρια Them. In De an.
    • αρτηρια Them. In De an.
  2. βράγχιον
    • βράγχιον (noun) Ps.-Plut. Placita βράγχια = ḥalqu qaṣabati l-riʾati
  3. βρόγχος
    • βρόγχος (noun) Hippocr. Diaet. acut. qaṣabatu l-riʾati
  4. κάλαμος
    • κάλαμος (noun) Arist. Meteor.
    • κάλαμος (noun) Artem. Onirocr.
    • κάλαμος (noun) Artem. Onirocr.
  5. ψόφος
    • ψόφος (noun) Artem. Onirocr. ṣawtu l-qaṣabati wa-ǧalabatihi
The database query could not be executed.