Lookup cumulative lexical entry: قصير

  1. βραχύνω
    • βραχύνω (verb) Hippocr. Aphor. βραχύνει (sc. ἡ νοῦσος) = kāna l-maraḍu qaṣīran
  2. βραχύς
    • βραχύς (adj.) Hippocr. Aphor. ὁ βίος βραχύς = al-ʿumru qaṣīrun
      ὁ βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή. Hippocr. Aphor. I 1 = al-ʿumru qaṣīrun wa-l-ṣināʿatu ṭawīlatun wa-l-waqtu ḍayyiqun wa-l-taǧribatu ḫatirun wa-l-qaḍāʾu ʿasirun 1.1
    • βραχύς (adj.) Hippocr. Diaet. acut.
  3. ἐλάχιστος
    • ἐλάχιστος (adj. sup.) Hyps. Anaph.
  4. ἐφήμερος
    • ἐφήμερος (adj.) Arist. Eth. Nic. qaṣīru l-muddati
  5. ὀλίγος
    • ὀλίγος (adj.) Artem. Onirocr.
  6. πυγμαῖος
    • πυγμαῖος (noun) Arist. Gener. anim. πυγμαῖοι = al-riǧālu l-qiṣāru allaḏīna aǧsāmuhum qadra ḏirāʿin
The database query could not be executed.