Lookup cumulative lexical entry: قعد

  1. καθέζομαι
    • καθέζομαι (verb) Artem. Onirocr.
  2. κάθημαι
    • κάθημαι (verb) Arist. Cael.
    • κάθημαι (verb) Arist. Cael.
    • κάθημαι (verb) Arist. Cael.
The database query could not be executed.