Glossarium Græco-Arabicum
Lookup cumulative lexical entry:
قياسي
ἀσυλλόγιστος
ἀσυλλόγιστος (
adj.
)
Arist. An. post.
ἀσυλλογίστως = min al-aqāwīli ġayri qiyāsiyyatin
συλλογιστικός
συλλογιστικός (
adj.
)
Arist. An. post.
ἐρώτημα συλλογιστικόν = al-suʾālu l-qiyāsiyyu
The database query could not be executed.