Lookup cumulative lexical entry: كالّ

  1. ακαματος
    • ακαματος Them. In De an.
  2. ἀμβλύνω
    • ἀμβλύνω (verb) Arist. Gener. anim.
  3. αμβλυς
    • αμβλυς Them. In De an.
  4. ἀναμετρέω
    • ἀναμετρέω (gerund) Hippocr. Aer. ἀναμετρεῖν
  5. μετρέω
    • μετρέω (verb) Arist. Metaph. μετρεῖται = yukālu
    • μετρέω (verb) Arist. Metaph.
    • μετρέω (verb) Arist. Metaph.
    • μετρέω (verb) Arist. Phys. μετροῦμαι = tukālu
The database query could not be executed.