Glossarium Græco-Arabicum
Lookup cumulative lexical entry:
كتابة
γράμμα
γράμμα (
noun
)
Artem. Onirocr.
γράμμα (
noun
)
Artem. Onirocr.
γραμματική
γραμματική (
noun
)
Arist. Cat.
γραφικός
γραφικός (
adj.
)
Arist. Eth. Nic.
γράφω
γράφω (
verb
)
Artem. Onirocr.
The database query could not be executed.