Lookup cumulative lexical entry: كرمانيّ

  1. Αἰθιοπικός
    • Αἰθιοπικός (adj.) Hippocr. Superf. κύμινον Αἰθιοπικόν = kammūnun kirmāniyyun
  2. φρύγω
    • φρύγω (pass. part.) Hippocr. Superf. κύμινον πεφρυγμένον = kammūnun kirmāniyyun
The database query could not be executed.