Lookup cumulative lexical entry: كليّ

  1. γένος
    • γένος (adj.) Alex. qu. I 11a [Univ.] τὸ..ὡς γένος ζῷον = al-ḥayyu l-kulliyyu
    • γένος (noun) Alex. qu. I 11a [Univ.] τὸ ὡς γένος ζῷον = al-ḥayyu l-kulliyyu
  2. καθόλου
    • καθόλου (adv.) Alex. qu. I 11a [Univ.]
    • καθόλου (adv.) Alex. qu. I 11a [Univ.]
    • καθόλου (adv.) Alex. qu. I 11a [Univ.] τὸ καθόλου
    • καθόλου (adv.) Alex. qu. I 11a [Univ.] τὸ καθόλου
    • καθόλου (adv.) Alex. qu. I 11a [Univ.] τὸ ζῷον τὸ καθόλου = al-ḥayyu l-kulliyyu
    • καθόλου (adv.) Alex. qu. I 11a [Univ.] τὸ καθόλου
    • καθόλου (adv.) Alex. qu. I 11a [Univ.] τὸ...καθόλου
    • καθόλου (adv.) Alex. qu. I 11a [Univ.]
    • καθόλου (adv.) Alex. qu. I 11a [Univ.]
    • καθόλου (adv.) Alex. qu. I 11a [Univ.]
    • καθόλου (adv.) Alex. qu. I 11a [Univ.] τὸ...καθόλου
    • καθόλου (adv.) Alex. qu. I 11a [Univ.] τὸ καθόλου
    • καθόλου (adv.) Alex. qu. I 11a [Univ.] τὸ...καθόλου
    • καθόλου (adv.) Alex. qu. I 11a [Univ.] τὸ καθόλου
    • καθόλου (adv.) Alex. qu. III 3 [Sens.] καθόλου καὶ κοινῶς
    • καθόλου (adv.) Alex. qu. III 3 [Sens.] τῶν καθόλου = al-ašyāʾu l-kullīyyatu
    • καθόλου (adv.) Alex. qu. III 3 [Sens.] al-ašyāʾu l-kullīyyatu
    • καθόλου (adv.) Alex. qu. III 3 [Sens.] bi-qawlin kulliyyin
    • καθόλου (adv.) Arist. An. post. ʿalā qabālati l-kulliyyi
    • καθόλου (adv.) Arist. An. post. καθόλου...κατὰ παντός = al-kulliyyu...li-l-kulli
    • καθόλου (adj.) Arist. An. post. καθόλου = ʿalā ṭarīqi l-kulliyyi
    • καθόλου (adj.) Arist. An. post. καθόλου = ʿalā ṭarīqi l-kulliyyi
    • καθόλου (adj.) Arist. An. post. καθόλου = ʿalā ṭarīqi l-kulliyyati
    • καθόλου (adj.) Arist. An. post. καθόλου = ʿalā ṭarīqi l-kulliyyi
    • καθόλου (adv.) Arist. Cael.
    • καθόλου (adv.) Arist. Cael.
    • καθόλου (adv.) Arist. Cael.
    • καθόλου (adv.) Arist. Cael.
    • καθόλου (adv.) Arist. Cael.
    • καθόλου (adv.) Arist. Eth. Nic.
      ὁ καθόλου εἰδώς Arist. Eth. Nic. X 9, 1180b14 = allatī taʿlamu ʿilman kulliyyan 577.5
    • καθόλου (adv.) Arist. Eth. Nic. τὸ καθόλου = al-šayʾu l-kulliyyu
      ἐπὶ τὸ καθόλου βαδιστέον Arist. Eth. Nic. X 9, 1180b21 = yanbaġī … an yasluka sabīla mā yaṣīru bihī ilā l-šayʾi l-kulliyyi 577.10
    • καθόλου (adv.) Arist. Gener. anim.
    • καθόλου (adv.) Arist. Gener. anim. ʿāmmun kulliyyun
    • καθόλου (adv.) Arist. Gener. anim. ʿāmmun kulliyyun
    • καθόλου (adv.) Arist. Gener. anim. bi-nawʿin kulliyyin
    • καθόλου (adv.) Arist. Int. τὸ καθόλου
    • καθόλου (adv.) Arist. Int. τὸ καθόλου
    • καθόλου (adv.) Arist. Int. τὸ καθόλου = bi-kulliyyin
    • καθόλου (adv.) Arist. Int.
    • καθόλου (adv.) Arist. Metaph. τὸ καθόλου
    • καθόλου (adv.) Arist. Meteor.
    • καθόλου (adv.) Arist. Phys. li-l-kullī
      ὁ μὲν γὰρ λόγος τοῦ καθόλου, ἡ δ' αἴσθησις τοῦ κατὰ μέρος Arist. Phys. I 5, 189a7 = wa-ḏālika anna l-fahma huwa li-l-kullī fa-amma l-ḥissu fa-huwa li-l-ǧuzʾī 49.4
    • καθόλου (adj.) Galen In De off. med.
  3. κοινός
    • κοινός (adj.) Alex. qu. III 3 [Sens.] καθόλου καὶ κοινῶς
  4. ὁλικός
    • ὁλικός (adj.) Proclus El. theol. ὁλικώτερος
      ἐκ τελειοτέρων πρόεισι καὶ ὁλικωτέρων αἰτίων Proclus El. theol. 72: 68.18 = yaḥduṯu ʿan ʿillatin kulliyyatin kāmilatin 72.2
  5. ὅλος
    • ὅλος (adj.) Arist. Eth. Nic.
    • ὅλος (adj.) Arist. Eth. Nic. ὅλως = bi-nawʿin kulliyyin
    • ὅλος (adj.) Arist. Gener. anim.
    • ὅλος (adv.) Arist. Gener. anim. ὅλως
    • ὅλος (adv.) Arist. Gener. anim. bi-qawlin kulliyyin ʿāmmin
    • ὅλος (adj.) Arist. Gener. anim. bi-kulliyyin
    • ὅλος (adj.) Arist. Gener. anim. fī-l-kulliyyi
    • ὅλος (adj.) Hippocr. Alim.
    • ὅλος (adj.) Proclus El. theol. τὸ ὅλον
      πᾶν γὰρ ὅλον μερῶν ἐστιν ὅλον Proclus El. theol. 73: 70.2-3 = kullu kulliyyin innamā yusammā kulliyyan li-ḥāli l-aǧzāʾi 73.7
    • ὅλος (adj.) Proclus El. theol. τὸ ὅλον
    • ὅλος (adj.) Proclus El. theol.
      τὸ μέρος ... ὂν μέν ἐστιν ... οὐ μέντοι καὶ ὅλον καθ' αὑτό Proclus El. theol. 73: 68.34 = al-ǧuzʾu huwiyyatun wa-laysa huwa bi-ḏātihī kulliyyan 73.4
    • ὅλος (noun) Ptol. Hypoth. τῶν ὅλων
  6. οὗτος
    • οὗτος (adj.) Alex. qu. I 11a [Univ.] ismu l-kulliyyi
  7. πᾶν
    • πᾶν (noun) Plot. τὸ πᾶν = النفس الكلية
      ῞Οταν δὴ τοῦτο διὰ χρόνων ποιῇ ϕεύγουσα τὸ πᾶν IV 8, 4.13 = وإذا صارت الأنفس في هذه الجزئيات وطال مكثها فيها ومفارقتها النفس الكلية 108.19
  8. παντελής
    • παντελής (adj.) Arist. Eth. Nic. παντελῶς = bi-nawʿin kulliyyin
  9. πρᾶγμα
    • πρᾶγμα (noun) Alex. qu. I 11a [Univ.] οὐ πρᾶγμα τι
  10. σύνολος
    • σύνολος (adj.) Arist. Metaph.
  11. ὡς
    • ὡς (conjunction) Alex. qu. I 11a [Univ.] τὸ..ὡς γένος ζῷον = al-ḥayyu l-kulliyyu
    • ὡς (conjunction) Alex. qu. I 11a [Univ.] τὸ ὡς γένος ζῷον = al-ḥayyu l-kulliyyu
The database query could not be executed.