Lookup cumulative lexical entry: كوكبة

  1. πεντακοσιάρχης
    • πεντακοσιάρχης (noun) Aelian. Tact. raʾīsu l-kawkabati
  2. πεντεκοσιαρχία
    • πεντεκοσιαρχία (noun) Aelian. Tact. αἱ δύο πεντεκοσιαρχίαι = kawkabatayni
The database query could not be executed.