Lookup cumulative lexical entry: كِشك

  1. κριθώδης
    • κριθώδης (adj.) Hippocr. Diaet. acut. κριθώδης πτισάνη = kišku l-šaʿīri
  2. πτισάνη
    • πτισάνη (noun) Hippocr. Diaet. acut.
    • πτισάνη (noun) Hippocr. Diaet. acut. kišku l-šaʿīrī
    • πτισάνη (noun) Hippocr. Diaet. acut. κριθώδης πτισάνη = kišku l-šaʿīri
    • πτισάνη (noun) Hippocr. Diaet. acut. οὒλη πτισάνη = kišku l-šaʿīri wa-maʿahū ṯufluhū
  3. ῥόφημα
    • ῥόφημα (noun) Hippocr. Diaet. acut. τὸ ῥύφημα = kišku l-šaʿīri
    • ῥόφημα (noun) Hippocr. Diaet. acut. ῥύφημα = kišku l-šaʿīri
The database query could not be executed.