Lookup cumulative lexical entry: لحمي

  1. σαρκινος
    • σαρκινος Them. In De an.
  2. σαρκώδης
    • σαρκώδης (adj.) Arist. Gener. anim.
  3. σωματικός
    • σωματικός (adj.) Ps.-Plut. Placita
The database query could not be executed.