Lookup cumulative lexical entry: لقي
- ἁρμόζω
- ἁρμόζω (gerund) Galen In De off. med. ἡρμόσθαι
- ἀφαιρέω
- ἀφαιρέω (verb) Eucl. El. ἀφῃρήσθω = fa-nalqayu
- εἰμί
- εἰμί (verb) Arist. Cat. τὴν πρὸς τὸ μέσον χώραν = al-makānu llaḏī yalqā l-wusṭa
- ἐντυγχάνω
- ἐντυγχάνω (verb) Artem. Onirocr.
- ἐντυγχάνω (verb) Artem. Onirocr.
- ἐντυγχάνω (verb) Galen An. virt.
οὐ γὰρ δὴ ἄλλοις γέ τισιν ἐντυγχάνει τὰ παιδία Galen An. virt. 77.1 = li-anna l-ṣibyāna lā yalqawna qawman āḫara ġayra hāʾulāʾi 41.18
- καταβολή
- καταβολή (noun) Hippocr. Off. med.
- κομίζω
- κομίζω (verb) Artem. Onirocr. talqā...wa-tuǧaḏḏifu
- προσέχω
- προσέχω (verb) Artem. Onirocr.
- προσπίπτω
- προσπίπτω (act. part.) Alex. An. mant. [Lib. arb.] προσπεσοῦσαν = allaḏī yalqāhu
- προσπίπτω (act. part.) Galen In De off. med. προσπίπτοντι
- συνεκτείνω
- συνεκτείνω (pass. part.) Ps.-Plut. Placita συνεκτεινόμενος = yanbasiṭu fa-yalqā
- σύστασις
- σύστασις (noun) Artem. Onirocr. yalqūnahu bi-l-ǧamīli
- ὑποβάλλω
- ὑποβάλλω (pass. part.) Galen In De off. med. ὑποβαλλόμενα = talqā min asfala
- ψαύω
- ψαύω (gerund) Galen In De off. med. ψαῦσαν
The database query could not be executed.