Lookup cumulative lexical entry: لوم

  1. ἔγκλημα
    • ἔγκλημα (noun) Ps.-Arist. Virt. ἐγκλήματα καὶ ὀλιγωρίας = al-lawmu
  2. κατηγορία
    • κατηγορία (noun) Ps.-Arist. Div.
    • κατηγορία (noun) Ps.-Arist. Div.
  3. ὀλιγωρία
    • ὀλιγωρία (noun) Ps.-Arist. Virt. ἐγκλήματα καὶ ὀλιγωρίας = al-lawmu
The database query could not be executed.