Lookup cumulative lexical entry: لوم
- ἔγκλημα
- ἔγκλημα (noun) Ps.-Arist. Virt. ἐγκλήματα καὶ ὀλιγωρίας = al-lawmu
- κατηγορία
- κατηγορία (noun) Ps.-Arist. Div.
- κατηγορία (noun) Ps.-Arist. Div.
- ὀλιγωρία
- ὀλιγωρία (noun) Ps.-Arist. Virt. ἐγκλήματα καὶ ὀλιγωρίας = al-lawmu