Lookup cumulative lexical entry: لُغْز
- αἴνιγμα
- αἴνιγμα (noun) Artem. Onirocr. qawlan bi-luġzin
- λέγω
- λέγω (verb) Artem. Onirocr. yuqālu fī l-luġzi
- μυθικός
- μυθικός (adj.) Artem. Onirocr. bi-luġzin
- μυθολογέω
- μυθολογέω (pass. part.) Arist. Phys. τὰ μυθολογούμενα = al-alġāzu
οὐ δοκεῖ ἡμῖν γεγονέναι χρόνος καθάπερ οὐδὲ τοῖς ἐν Σαρδοῖ μυθολογουμένοις καθεύδειν παρὰ τοῖς ἥρωσιν Arist. Phys. IV 11, 218b24 = lam naẓunna annahū kāna zamānun ka-ḥāli llaḏīna yuqālu fī l-alġāzi inna l-nawma yaʿtarīhim ʿinda l-mutaʾallihīna bi-l-baladi l-musammā Sarda 414.6 - μυθολογέω (verb) Artem. Onirocr. tukallimū fī l-luġzi
- μυθος
- μυθος Them. In De an.
- μυθος Them. In De an.
- μυθώδης
- μυθώδης (adj.) Arist. Metaph.
- φαίνω
- φαίνω (verb) Artem. Onirocr. qāla...fī laġzihim
The database query could not be executed.