Lookup cumulative lexical entry: ماسك
- κρατέω
- κρατέω (act. part.) Artem. Onirocr. κρατῶν
- στηρίζω
- στηρίζω (verb) Arist. Phys. māsaka wa-ʿamada
ὅτι στηρίζει αὑτήν Arist. Phys. III 5, 205b14 = innahā tumāsiku nafsahā wa-taʿmidu nafsahā - συνεχω
- συνεχω Them. In De an.