Lookup cumulative lexical entry: ماهر

  1. ἔμπειρος
    • ἔμπειρος (adj.) Nicom. Arithm. ḥāḏiqan māhiran muǧarraban
  2. ἰσχυρός
    • ἰσχυρός (adj. sup.) Arist. Eth. Nic. ἰσχυρότατος
      ὥσπερ δ’ Ὀλυμπίασιν οὐχ οἱ κάλλιστοι καὶ ἰσχυρότατοι στεφανοῦνται ἀλλ’ οἱ ἀγωνιζόμενοι Arist. Eth. Nic. I 8, 1099a4 = ka-mā anna l-ǧawāʾiza laysa yanāluhā fī l-maydāni l-maharatu wa-l-ǧiyādu mina l-munāḍilīna lākini l-muǧāhidūna minhum wa-l-bāṭišūna 141.1
  3. καλός
    • καλός (adj.) Arist. Eth. Nic. Sup. κάλλιστος
      ὥσπερ δ' Ὀλυμπίασιν οὐχ οἱ κάλλιστοι καὶ ἰσχυρότατοι στεφανοῦνται ἀλλ' οἱ ἀγωνιζόμενοι I 8, 1099a4 141.1
  4. χαρίεις
    • χαρίεις (adj.) Arist. Eth. Nic.
      τῶν δ’ ἰατρῶν οἱ χαρίεντες πολλὰ πραγματεύονται περὶ τὴν τοῦ σώματος γνῶσιν Arist. Eth. Nic. I 13, 1102a21 = wa-l-maharatu mina l-mutaṭabbibīna yubāliġūna fī l-faḥṣi ʿan aḥwāli l-ǧismi 149.8
The database query could not be executed.