Lookup cumulative lexical entry: متشوّق

  1. ἐπιθυμητικός
    • ἐπιθυμητικός (adj.) Arist. Rhet.
  2. ἐφετός
    • ἐφετός (adj.) Arist. Phys. ὄντος ... ἐφετοῦ = šayʾun … mutašawwaqun
  3. ὀρεκτικός
    • ὀρεκτικός (adj.) Them. In De an.
    • ὀρεκτικός (adj.) Them. In De an.
The database query could not be executed.