Lookup cumulative lexical entry: متواز
- ἀλλήλων
- ἀλλήλων (pronoun) Eucl. El. ἀλλήλαις εισὶ παραλλήλοι
- παραλληλόγραμμos
- παραλληλόγραμμos (noun) Eucl. El. suṭūḥu mutawāziyatu l-aḍlāʿi
- παραλληλόγραμμος
- παραλληλόγραμμος (adj.) Erat. Cub. dupl. τὸ παραλληλόγραμμον = mutawāzī l-aḍlāʿi
τούτου δὲ εὑρισκομένου δυνησόμεθα καθόλου τὸ δοθὲν στερεὸν παραλληλογράμμοις περιεχόμενον Erat. Cub. dupl. 90.15 = wa-iḏā kānati hāḏihī l-ḥīlatu mawǧūdatan amkannā an [naǧida mukaʿʿaban] musāwiyan li-kulli ǧismin maʿlūmin mutawāzī l-aḍlāʿi 153.11 - παραλληλόγραμμος (adj.) Erat. Cub. dupl. τὸ παραλληλόγραμμον = saṭḥu mutawāzī l-aḍlāʿi
καὶ ἐπὶ τῆς ΕΘ τρία συνεστάτω παραλληλόγραμμα ἐφεξῆς τὰ ΑΖ, ΖΙ, ΙΘ Erat. Cub. dupl. 92.2 = wa-nuqīmu ʿalā ḫatti HṬ ṯalāṯata suṭūḥi mutawāziyati l-aḍlāʿi mutawāliyatin 155.5 - παραλληλόγραμμος (adj.) Erat. Cub. dupl. τὸ παραλληλόγραμμον = saṭḥu l-mutawāzī l-aḍlāʿi
μένοντος δὴ τοῦ μέσου παραλληλογράμμου τοῦ ΖΙ Erat. Cub. dupl. 92.5 = wa-l-yabqa saṭḥu ZY al-awsaṭu l-mutawāzī l-aḍlāʿi 155.6 - παραλληλόγραμμος (noun) Eucl. El. τῶν παραλληλόγραμμων χωρίων = kullu l-suṭūḥi l-mutawāziyati
- παραλληλόγραμμος (noun) Eucl. El. al-suṭūḥu l-mutawāziyatu l-aḍlāʿi
- παραλληλόγραμμος (noun) Eucl. El. τῶν παραλληλόγραμμων χωρίων = kullu l-suṭūḥi l-mutawāziyati
- παραλληλόγραμμος (noun) Eucl. El. παραλληλόγραμμον χωρίον = saṭḥu mutawāzī l-aḍlāʿi
- παραλλήλος
- παραλλήλος (adj.) Arist. An. post. τὰς παραλλήλους συμπίπτειν = bi-anna l-ḫuṭūṭa l-mutawāziyata taltaqī
- παράλληλος (adj.) Erat. Cub. dupl.
ἔσονται δὴ αὗται παράλληλοι Erat. Cub. dupl. 92.4 = fa-takūnu hāḏihī l-aqṭāru ayḍan mutawāziyyatan 155.6 - παράλληλος (adj.) Erat. Cub. dupl.
φιλοτεχνητέον, ἵνα ἐν τῷ συνάγεσθαι τοὺς πινακίσκους παράλληλα διαμένῃ πάντα καὶ ἄσχαστα Erat. Cub. dupl. 94.6 = fa-innā nuḥkimu ṣanʿata l-alwāḥi ḥattā, iḏā lāqat, kānati mutawāziyatan kullihā wa-lam yakun baynahā ḫalalun wa-lā furǧatun 157.6 - παραλλήλος (adj.) Eucl. El.
- παραλλήλος (adj.) Eucl. El. ἀλλήλαις εισὶ παραλλήλοι
- παράλληλος (adj.) Eucl. El. ḫaṭṭun muwāziyun
- παράλληλος (adj.) Nicom. Arithm. παραλλήλως γεγραμμένοι = an narsuma suṭūran mutawāziyatan
- παραπλήρομα
- παραπλήρομα (noun) Eucl. El. τὰ λεγόμενα παραπληρώματα = saṭḥāni mutawāziyāni yatammamāni al-saṭḥa
The database query could not be executed.