Lookup cumulative lexical entry: متواطئ

  1. συνώνυμος
    • συνώνυμος (adj.) Arist. Cat. τὰ συνώνυμα = al-mutawāṭiyatu smāʾuhā
    • συνώνυμος (adj.) Arist. Metaph. mutawāṭiʾun fī-l-ismi
    • συνώνυμος (adj.) Arist. Phys. τὰ συνώνυμα = al-mutawāṭiʾatu
  2. συνωνύμως
    • συνωνύμως (adv.) Ps.-Plut. Placita ʿalā maʿnan wāḥidin qawlan mutawāṭiʾan
The database query could not be executed.