Lookup cumulative lexical entry: مثبّت

  1. ἀποδεικτικός
    • ἀποδεικτικός (adj.) Arist. Rhet. hend.; al-murī l-muṯbitu
  2. ἐπιδεικτικός
    • ἐπιδεικτικός (adj.) Arist. Rhet. hend.; al-murī l-muṯbitu
    • ἐπιδεικτικός (adj.) Arist. Rhet. οἱ ἐπιδεικτικοί = hend.; al-murī aw al-muṯbitu
    • ἐπιδεικτικός (adj.) Arist. Rhet. οἱ ἐπιδεικτικοί = hend.; bi-l-murī aw al-muṯbiti
  3. καταπήγνυμι
    • καταπήγνυμι (pass. part.) Ps.-Plut. Placita καταπεπηγμένος = al-musammaru l-muṯabbatu
The database query could not be executed.